Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Ενα ακομα λεξικο απο την Μεσσηνια. Πολλες οι ομοιοτητες με τις λεξεις του τοπου μας!

http://www.magicmessinia.gr/el/%CE%BC%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%86%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%B5/

Ας δούμε όμως τις λέξεις και τις φράσεις που μέχρι σήμερα συγκεντρώσαμε κατ’ αλφαβητική σειρά.
A
1. Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας 2. Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος 3. Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο. 4. Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια. 5. Άγγουσα ζέστη = η κάψα 6. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα 7. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ 8. Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ) 9. Ακουμπέτι = παρά ταύτα 10.Ακώ = ακούω 11.Αλάργα= μακριά 12.Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης, 13.Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω – κάτω 14.Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω. 15. Aμπαρώνω= κλειδώνω 16 Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας 17. Αμπέχονο = καπαρντίνα 18. Αμπολάω=Αφήνω 19. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος 20. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι 21. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε. 22. Αναρίγησα = ανατρίχιασα 23. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω 24. Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα. 25. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό. 26. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα 27. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται. 28. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος. 29. Αξύριγος = αξύριστος. 30. Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας. 31. Απίδι= αχλάδι, 32. Απόκανα = παρακουράστηκα, 33. Αποπερα=απεναντι. 34. Αποσταίνω = κουράζομαι 35. Αποσπερού = απόψε το βράδυ 36. Αραχνος = κακομοίρης, 37. Αρμάκι = μάντρα 38. Αρούκατος= άτσαλος 39. Αρναούτης = ισχυρογνώμων 40. Ασκί = τουλούμι. 41. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα 42. Απόπατος = τουαλέτα 43. Αραούζης = ασουλούπωτος 44. Απαντοχή = υπομονή 45. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί 46. Αποκορωμένος = καταραμένος 47. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας 48. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα 49. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι 50. Απόρριξε =απέβαλλε 51. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος 52. Αράδα = σειρά. 53. Άρατος = άφαντος 54. Αρτήθηκα = έφαγα. 55. Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ. 56. Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης. 57. Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του. 58. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος 59. Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω) 60. Αφόρμησα = μολύνθηκα 61. Αχάραγο = αφώτιστο 62. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί Β. 63. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι. 64. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα 65. Βαγένι = βαρέλι 66. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα 67. Βανιώνω = παχαίνω 68. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή 69. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό 70. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια 71. Βίκα = στάμνα 72. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος 73. Βίτσα=Λεπτό κλαδί 74. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα 75. Βιζιδάδι = έμπλαστρο 76. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω 77. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο. 78. Bούζα= χοντρή γυναίκα 79. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη! 80. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες. 81. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο. Γ΄ 82. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων 83. Γαστέρα = κοιλιά 84. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα 85. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο. 86. Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού 87. Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια 88. Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία της μύτης. 89. Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα 90. Γκοργκούνι= αστράγαλος 91. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό. 92. Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο. 93. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα) 94. Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριού. 95. Γιομα = απογευμα. 96. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα. 97. Γιουρούκι = σκουντούφλης. 98. Γκόρτσα= άγρια αχλάδια, 99. Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια. 100. Γκουργκούνι = αστράγαλος 101. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο. 102. Γνέματα = νήματα 103. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα) 104. Γουστέρα = σαύρα 105 Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος. 106. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας. 107. Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου. 108. Γρέκια = μαντριά
Δ΄ 109. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις 110. Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών. 111. Δικόνες μου = ο δικός μου 112 Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια 113. Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι) 114. Δριστέλια = η νεροτριβή. 115. Δώθενε = από εδώ
Ε΄ 116. Ευτού = εκεί 117. Έκα = κάνε πιο πέρα 118. Εντο = νάτο 119. Εντοσα = ξεπιάστηκα 120. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν 121. Εφτούνο = αυτό 122. Έχουτε = έχετε. Ζ΄ 123. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό. 124. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας 125. Ζωστήρα = Ζώνη 126. Ζουλάπι = άγριο ζώο
Η΄ 127. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
128. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε Θ΄ 129. Θέλουτε = θέλετε Κ΄ 130. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών. 131. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή. 132. Καλύβω = καλύπτω. 133. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα 134. Καμώνομαι = σωπαίνω. 135. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν. 136. Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη, 137. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι 138. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας. 139 Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος. 140. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά 141. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ 142. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων 143. Καταλιακού= μες τον ήλιο. 144. Καταλαχού= κατά τύχη. 145. Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα 146. Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες. 147. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης. 148. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι). 149. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα. 150. κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα 151. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη 152. Κατσούλα = γάτα 153. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της ελιάς. 154. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος 155. Κατακεφαλιά =καρπαζιά 156. Καψερός = ο καημένος. 157. Κείθενε = από ‘κει, 158. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω. 159. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια. 160. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση. 161. Κλ.ωνα = κλωστή 162. Κιόσα (τα) = Χρέη 163. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι 164. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι 165. Κούκλα = καλαμπόκι 166. Kοκόσια = αμύγδαλο 167. Κολιάνιτσα = ευκοίλια 168. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.169. Κουλούκι = το κουτάβι 170. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα. 171. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας 172. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού 173. Κουβενταρία = λογοδιάρρια. 174. Κουνενές = μωρό. 175. Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά 176. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών. 177. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο. 178. Κονταυγές = χαράματα 179. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι 180. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω. 181. Κιβούρι = μνήμα 182. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά. 183. Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα. 184. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω) 185. Κόφα = μεγάλο καλάθι. 186. Κοφίνι =καλάθι. 187. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα. 188. Κότσαλα = κοτσάνια 189. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα κουκουνόμυγα. 190. Κούμπλα = βρύση, 191. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας. 192. Κουτουρού = τυχαία 193. Κοτσώνομαι = καμαρώνω 194. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού 195. Κοπελάτος = υπηρέτης 196. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα. 197. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται. 198. Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι. 199. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη 200. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5 Λ΄ 201. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται. 202. Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος) 203. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού. 204. Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω 205. Λάκκος = αργαλειός. 206. Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει τον επόμενο χρόνο. 207. Λάμια=Όμορφη γυναίκα 208. Λούρα = λουρί 209. Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη) 210. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών. 211. Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.(Έτσι τα λένε στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι). 212. Λιαδώματα = Κατσίκια 213. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας. 214. Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων 215. Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο 216. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω) 217. Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι 218. Λοκάνικο = λουκάνικο. 219. Λιάστρα = απλωμένα κάτω. 220. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια. 221. Λόπια = Φασόλια ξερά. 222. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη. Μ΄ 223. Μαθές = λοιπόν. 224. Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας 225. Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα 226. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε) 227 Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί 228. Μάπα= λάχανο. 229. Μάπα = σφουγκαρίστρα 230. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα. 231. Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου 232. Μαρτίνι = κατσίκι 233. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.234. ματσουλάω = μασάω 235. Με μερμελάει= με ενοχλεί 236. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια. 237. Μελιγκόνια= μυρμίγκια, 238. Μέσκουλες = μούσμουλα 239. Μολόχα = γεράνι 240. Μαναστήρα=Η ευλογημένη 241. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού. 242. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά 243. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο. 244. Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ 245. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές 246. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι 247. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα. 248. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη, 249. Μπουγέλος = κουβάς. 250. Μπορούτε = μπορείτε 251. Μπόσικα = χαλαρά. 252. Μπαζίνα την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό 253. Μπάκα = κοιλιά. 254. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα 255. Μπούρδας = χοντρός 256. Μπουρνέλια = κορόμηλα 257. Μπουσουρντάνο = ντενεκές. 268. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα. 259. Μπάκακας =βάτραχος. 260. Μπανιερό = μαγιό 261. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια 262. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου 263. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω 264. Μπιντόνα = ντενεκές 265. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού. 266. Μπουζία = γουρούνια. 267. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας. 268. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι. 269. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό 270. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς 271. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς. 272. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε 273. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο 274. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα. 275. Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία) Ν΄ 276. Ναχρικά = κατσαρολικά 277. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι 278. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι 279. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες 280. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια δραχμή 281. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος 282. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας. 283. Ντόνω = ξεμουδιάζω, 284. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός. 285. Ντορβάς = ταγάρι Ξ΄286. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού. 287. Ξείκλωτος = ατιμέλητος 288. Ξεκάμπησε, = βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται. 289. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει. 290. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο) 291. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα. 292. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ. 293. Ξεσυνέρια = ζήλεια, καχυποψία 294. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω 295. Ξυλοκέρατα = χαρούπια. 296. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα. 297. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα 298. Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο 299. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού. 300. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν. 301. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα (ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
Ο΄ 302. Οβριές: Είδος χόρτου-λαχανικού, οι τρυφερές κορυφές από το αρκουδόβατο (μοιάζει λίγο με κισσό ή και σπαράγγι) 303. Ολούθε = παντού 304. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια 305. Ούλοι = Όλοι Π΄ 306. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος. 307. Πανιάρα = είδος εργαλείου σαν σφουγγαρίστρα, που καθάριζαν τις στάχτες απ τους φουρνους 308. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα) 309. Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο σώμα) 310. Παράλυτε, (ρε) = ο βλάκας, ο άχρηστος. 311. Παραγώνι = τζάκι 312. Παράφθαστο = αξεπέραστο 313. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια. 314. Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος) 315. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη. 316. Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη. 317. Πάστρεφτο = καθάριστο 318. Πατάκα = πατάτα. 319. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία 320. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό. 321. Πελεκάω = χτυπάω. 322. Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών σε σπίτια για ομαδική εργασία. 323. Πετσάφι = μικρό πανί κουζίνας 324. Πετσί λουρί = χέσιμο,325. Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου 326. Πιλαλάω = τρέχω, 327. Πιλάλα = τρέξιμο, 328. Πινακωτή = ξύλινη τάβλα που έβαζαν το ζυμάρι να φουσκώσει πριν το φουρνίσουν 329. Πινιάτα = μικρό πήλινο πιθάρι 330. Πιτάρι = μελισσοκέρι 331. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη 332. Πέσε μου = πες μου, 333. Πλακουτσά = πλακωτά. 334. Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα σε πλευρομετρήσω) 335. Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των κρεμμυδιών. 336. Πολυβαρδία – πολυκοσμία 337. Πουντιάζω = ξεπαγιάζω 338. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού, 339. Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα 340. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω 341. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων, 342. Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό. 343. Προσμπούκι = κολατσιό 344. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο 345. Προσώρας = προσωρινά. 346. Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά. Ρ΄347. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο 348. Ρέντος=Ράντισμα349. Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι και του πέφτει εύκολα. 350. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας. 351. Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του άχυρου στο κατώι του σπιτιού. 352. Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα, αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία) 353. Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι, λαδερό 354. Ρούγα = γειτονιά 355. Ρουκουνιάζω= τρώω πολύ και γρήγορα 356. Ρουκούλησε = κύλησε 357. Ρουπώνω = χορταίνω 358. Ρουτα = πανινι/φτιαρι Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο 359. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο. 360. Ρεντάω = ραντίζω. Σ΄361. Σαγάνι = πιάτο, 362. Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα) 363. Σακάτου = εκεί κάτω, 364. Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.) 365. Σαλάγημα = Κυνήγημα 366. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού. 367. Σάμπως = Σάματις = Μήπως 368. Σαπάνου = εκεί επάνω. 369. Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα, 370. Σαρώνω = σκουπίζω, 371. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα 372. Σάψαλο = σάπιο. 373. Σβαρνάω = που σκοντάφτω ,πέφτω πάνω σε κάτι, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. . 374. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο. 375. σβώλος = μικροκαμωμένος. 376. Σβιλάδα = ζούρλια, τρέλλα. 377. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες. 378. Σγούφτω=σκύβω, 379. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό 380. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός 381. Σειριά = σόϊ 382. Σεργούνι = η ξεφτύλα. 383. Σιδερωστια = το σιδερένιο τρίγωνο του τζακιού 384. Σίδωσε=νύχτωσε 385. Σιρίτια = κορδόνια 386. Σίχλος = κουβάς 387. Σκάλος = σκάλισμα 388. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου 389. Σκατοψύχια = κατάρες. 390. Σκαβούτα = χελώνα 391. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα. 392. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί. 393. Σαπέρα = πήγαινε πέρα, 394. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα, 395. Σκεύομαι = σκέπτομαι 396. Σκουληκαντέρα = γλίτσα. 397. Σκουτέλα= κούπα 398. Σκιάχτηκα = τρόμαξα, 399. Σκουτέλα = φλυτζάνα 400. Σουβή=συμφορά, 401. Σκατογένης = διάβολος 402. Σκορδοστούμπι = γουδί, 403. Σκουράντζος= ρέγγα, 404. Σκούζω = φωνάζω, 405. Σκουτέλα= κούπα 406. Σοροβλιάστηκε = έπεσε 407. Σούγελο = υδροροή 408. Σούδα = στενό δρομάκι, 409. Σουράω= σφυρίζω, 410. Σούρσιμο = διαροια. 411. Σπάρτο = κατσαφάνα 412. Σταθιμός= σταθμός, 413. Σπερνά = κόλυβα, 414. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια. 415. Στοιχερό = χοντρό ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του αλωνιού. 416. Στρατόνι = πεζούλα 417. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι) 418. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω 419. Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω. 420. Στρογγός = ο γιούκος,= η ντάνα με τα ρούχα. 421. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο 422. Συγγενικό (που να σεβρει συγγενικό) = που να σε βρει κακό. 423. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι, 424. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης. 425. Συμπούπουλο = θα καεί ολόκληρο 426. Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω 427. Συννεφόκαμα= μουντός καιρός συννεφιασμένος 428. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα 429. Σκούρκος =χρυσόμυγα. 430. Σιγουρεύω = κρύβω, 431. Στεγνώξω = στεγνώσω. 432. Συγκαρτσαλοι = περπατούσαμε όλοι μαζί, οι φίλοι, οι συγγενείς, το σόι 433. Σύχλο = κουβάς 434. Σφαρδάκλι = βάτραχος. 435. Σφέλαχτρο: Φυτό όπως το σκίντο. 436. Σώνει = φτάνει. 437. Σώστο = πιάστο 438. Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι δυνάμεις μας. Τ΄ 439. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο, 440. Τανιέμαι = σφίγκομαι, 441. Ταπίστωμα = ανάποδα 442. Ταχειά = αύριο, 443. Τέτζερης = κατσαρόλα, 444. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα, 445. Τηλώθηκα = χόρτασα 446. Τι λογό = τι είδος, 447. Τζάρα= Μεγάλο πήλινο αγγείο για βρόχινο νερό ή λάδι. 448. Τηράου=βλέπω, 449. Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα 450. Τουρλώνω = φουσκώνω, 451. Τουρνόκολα = ανάποδα 452. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα 453. Τράβα= καδρόνι στέγης, 454. Τραγατσούλα ή Δραγατσούλα= Καλύβα από ξύλα και φτέρη 455. Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που έφτιαχναν οι νοικοκυρές. 456. Τριχιά = σκοινί 457. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων 458. Τσακάω = τσακίζω 459. Τσαλάχατα = φωνάζουν το πρόβατα 460. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια 461. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί. 462. Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες 463. Τσαούσα = γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά 464. Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού, 465. τσεράνα = δύστυχη 466. Τσιγαρολάχανα = μυρωδικά χόρτα, 467. Τσικάου = τσουγκρίζω. 468. Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω. 469. Τσότρα= δοχείο κρασιού, 470. Τσουλάγρα = πιτσιλιά 471. Τσουτσουρώνω = αγριεύω 472. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας, 473. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη, 474. Τσουράπι= κάλτσα, 475. Τσιγκλάω = προτρέπω, 476. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι. Φ΄ 477. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα). 478. Φαγανιάρης = λαίμαργος 479. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου 480. Φιλιατρό = Το χείλος του πηγαδιού 481. Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς. 482. Φιότσος = βαφτηστήρι 483. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα 484. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα 485. Φλομώνω = ζαλίζω. 486. Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό 487. Φλύχτρες = σπυράκια 488. Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν οδηγό 489. Φορτσέρι = μπαούλο 490. Φούγα = οργή. 491. Φούλης = Αδελφούλης 492. Φουντουλώνει (το φουντούλωσα) = φουντώνει 493. Φουρφουράω = θορυβώ. 494. Φουστεκιαζω = δένω το μπρος με το πίσω πόδι ζώου με τριχιά για να μην τρέχεια 495. Φούφουτος = ο ανύπαρκτος 496. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο 497. Φτενός = λεπτός. 498. Φτούνος = αυτός. Χ. 499. Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος. 500. χανταβουλιάζομαι= χάνομαι, είναι για τα λιόπανα= είναι πολύ μεθυσμένος!!! 501. Χάμου = κάτω. 502. Χαμούρι = το σπάσιμο του ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό. 503. Χαρανί = καζάνι, 504. χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού. 505. Χανταβουλιάστηκα ή σωρώθηκα = Έπεσα κάτω (χανταβούλης: διάβολος, δαίμονας) 506. Χαντρολέμι = κολιέ, 507. Χαλαστάρι = πέτρα 508. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί. 509. Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος. 510. Χαρμπί = Είναι ένα είδος μικρού ξίφους. 511. Χαρχαλεύω = ψάχνω 512. Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό μισοχαλασμένο σπίτι. 513. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι. 514. χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας (από το χέσαμε όλοι) 515. Χόβολη = στάχτη. 516. Χουνέρι = πάθημα. 517. Χούνι = το φαράγγι 518. Χορήγι = ασβέστης. 519. Χουγιάζω = βρίζω. 520. Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει να βράζει πχ ένα φαγητό. 521. Χρίζω = αλείφω. 522. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές Ψ. 523. Ψηλαριδα=γυναικα με ψηλα ποδια. 524. Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα 525. ψες = χθές.
526. Ωρέ = Ρε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου