A-Β-Γ-Δ

Απογιότούρα
Το μέρος που έχε σκιά

Αρτσέντα
Όταν κατι ειναι πολυ ξυνό.

Αλυκή
Όταν κάτι είναι πολύ αλμυρό.

Ακώ
Σημαίνει ακούω


Αυγατίζω
Αυξάνω, μεγαλώνω.

Απλογιέμαι
Όταν σου μιλάνε και απαντάς.

Αβγάτισμα: 
το εμπρός τμήμα του αλετριού το οποίο έχει την υποδοχή που το συνδέει με τον ζυγό.

Άγανο (το)
 Οι πριονωτές βελόνες που περικλείουν το σπόρο στο στάχυ.

Αγγειό: 
 Το αγγείο. Το σκεύος.

Αγκίνι: 
Το μεταλλικό άγκιστρο του αδραχτιού.

Αγκωνάρι (το): 
Η πέτρα που τοποθετείται στη γωνία του κτίσματος. Ο ακρογωνιαίος λίθος.

Αγούμαστος (ο): 
Αυτό που δεν ωριμάζει.

Αγρίδι: 
το άγριο βλαστάρι στα δέντρα

Αδράχτι: 
Το λεπτό  ξύλο  μήκους σαράντα (40) περίπου εκατοστών, που χρησιμοποιείται στο γνέσιμο.

Αζάτικο: 
Το αδέσποτο.

Αζάφτω: 
Χτυπάω με δύναμη.

Αλατόστουμπος: 
Πέτρα που στουμπίζουν – τρίβουν το αλάτι. 

Αλαφιάζομαι: 
Ξαφνιάζομαι.

Αληκοντάω: 
Τρομάζω, φοβίζω. Παρουσιάζομαι σε κάποιον που κάνει κάτι κρυφά και του αλλάζω τα σχέδια.

Αλυχτάω: 
Γαυγίζω.

Ανάζερβη (η): 
Ξαφνικό χτύπημα με το αριστερό χέρι.

Ανασκελώθηκε: 
Έπεσε κάτω ανάσκελα

Ανεμοσούρι (το): 
Δυνατός άνεμος με βοή.

Ανεμότρυπα (η): 
Φυσικό άνοιγμα - τρύπα που δεν φαίνετε ο πυθμένας του. Καταβόθρα.

Ανήλια (η): 
Το σημείο που δεν το βλέπει ο ήλιος. Το ανήλιαγο.

Αντάρα: 
Η ομίχλη που τη φέρνει δυνατός αέρας

Αντερίδα (η): 
Ο γαιοσκώληκας

Αντερώνωμαι: 
Τεντώνω το σώμα μου.

Ανώφυλλο: Το πέτρινο περβάζι

Απάγκιο: 
Σημείο που δεν το πιάνει ο αέρας.

Απίκου: 
Ακριβώς απο κάτω.

Απιστομίθηκε: 
Έπεσε κάτω ανάποδα.  

Απλάδα: 
Η πιατέλα.

Αποκοντριασμένος: 
Ο κατά φαντασίαν ασθενής.

Απόριξε: 
εγκυμονούσε και απέβαλλε.   

Αρατήθηκε: 
Έφυγε από κοντά μας και ησυχάσαμε.

Αρβάλι: 
Το χερούλι της τέστας.

Αρβάλισε: 
Έχει χάσει τα μυαλά του και δε ξέρει τι λέει.

Αρίδα (η): 
το χειροκίνητο τρυπάνι.

Αρμέγκος (ο): 
Τα υγρά υπολείμματα από την κατασκευή του παραδοσιακού σαπουνιού.

Αρνάδα: 
 Το χρονιάρικο θηλυκό πρόβατο.

Αρνιακό: 
Κομμάτι από δέρμα αρνιού που χρησιμοποιείται στα σαμάρια.

Αρουλιέμαι: 
Φωνάζω πολύ δυνατά με οδυρμό.

Ασύφταγος: 
Ο απρόσεχτος που μπορεί να προκαλέσει ατύχημα.

Αφυγιασμένο: 
όταν ένα νεαρό ζώο έχει κρυώσει τόσο πολύ και δεν αναπτύσσετε από αυτό το λόγο.

Αχαΐρευτος: 
Αυτός  που δεν κάνει χαΐρι, προκοπή.  Αυτός που δεν μπορεί να ολοκληρώσει τίποτα.

Αχάραγα: 
Πριν το χάραμα.

Αυλός
το αυλάκι στο περιβόλι

Αρβαλάω

Αρβαλάω που θα πεί κάνω θόρυβο, κάνω φασαρία.

Απίστομα (τα)

τα απίστομα που σημαίνει τα ανάποδα

Άγκριοσε

άγκριοσε ....σημαίνει οτι απο κάπου πιάστηκε,κρατήθηκε.

Αγκρίθι (το)

αγκρίθι.... το μυτερό αγκάθι

Αστράχα

ρωγμή η τρύπα στον τοίχο που βάζαμε μεσα πράγματα για να τα κρύψουμε συνήθως η να τα προφυλάξουμε, να τα αποθηκευσουμε. Μικρή συνήθως σε μέγεθος. Παρόμοια λέξη η ''θουρίδα'' που μάλλον βγαίνει από την λέξη θυρίδα

Άμπακος

Άμπακος...έφαγε τον άμπακο που θα πεί έφαγε πολύ

Ανασκελώθει ή ανασκελώθηκε...

Ανασκελώθει ή ανασκελώθηκε...που σημαίνει έπεσε που σημαίνει γύρισε ανάποδα γύρισε τούμπα.

Αγρίκησα, αγρικώ…  

Αγρίκησα, αγρικώ… θα το βρείτε και με τη μορφή «δεν αγρικάς ρέ?» που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει δεν ακούς , δεν καταλαβαίνεις ?

Δίλογος 

Το συναντάμε σε φράσεις όπως ''με πήγε δίλογο'' ή ''μπα που να σε πάει δίλογος''. Σημαίνει έχω κόψιμο και γενικά στομαχικές διαταραχές. Είναι επίσης και κατάρα.

Βίκα

Η βίκα ειναι είδος αμφορέα πήλινου-κεραμικού που βάζαμε νερό. Κάτι σαν στάμνα κλασσική αλλα μικρότερη και πιο μικρή.

Αφάνα

αφάνα = πυκνός θάµνος µε αγκάθια. Χρησιµοποιείται για προσάναµµα και για σαρωµατιές. 


Βελέντζα (η): Χοντρό πανωσκέπασμα από μαλλί κατσικιού.

Βεργάδι (το) το κατσικάκι ή το αρνάκι

Βετούλι (το): 
το κατσικάκι ή το αρνάκι

Βούταμος (ο): 
Αποξηραμένο φυτό που χρησιμοποιείται για το γέμισμα των σαμαριών

Βουτσί: είδος βαρελίου. Μικρό σε μέγεθος

Βυρός (ο): Το σιφόνι του ποταμού. 

Γκαλιουράει
όταν κάποιος χαζεύει και δεν κάνει την δουλειά του

Γαρμπής (ο): Νοτιοδυτικός άνεμος

Γατηλάω: 
Γαργαλάω

Γιδοψάλιδο: 
Μεγάλο ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κούρεμα των ζώων.

Γκαστρώνω: 
Αφήνω κάποια έγκυο. (Μετ.) όταν κάποιος μας σπάει τα νεύρα για να ολοκληρώσει κάτι.

Γουρνοσφάγια
Το σφάξιμο των γουρουνιών. Έθιμο που γίνεται κοντά στις απόκριες, απο ολη την κοινότητα

Γκιόσα: η 
κατσίκα με μαλλί άσπρο και μαύρο σε διαφορετικά τμήματα.

Γκορτσιά: 
Η άγρια αχλαδιά.

Γκουζούλα (η): 
Το καρούμπαλο.

Γκουργκουλιάνα: 
Η πάρα πολύ ώριμη ντομάτα.

Γκούσια (η): 
Το στομάχι της κότας.

Γλάρα (η): 
Όταν είναι γενικά ο τόπος ελάχιστα βρεγμένος.

Γλαρό:
 Όταν ένα αντικείμενο είναι ελάχιστα βρεγμένο ή έχει ίχνη υγρασίας.
 'Οταν καποιος έχει βαριεστημένο υφος ,νυσταγμένος.

Γλουκιά: Η γουλιά. ¨Μια γλουκιά νερό¨

Γομάρι (το): 
Μονάδα βάρους. Ισούται με το βάρος που είναι φορτωμένο από τη μία πλευρά του ζώου.

Γίουκος
Είναι μπαούλο που πάνω του στοιβάζουμε χοντρά ρούχα και σκεπάσματα

Γούλη (η): 
το στόμιο, συνήθως της δεξαμενής.

Γραπώνω: 
Αρπάζω με δύναμη.

Γρέγος (ο): 
Βορειοανατολικός άνεμος από το ιταλικό vento greco: ο άνεμος που έρχεται από την Ελλάδα.

Γρίβο: 
το άσπρο κατσίκι που έχει και μαύρες τρίχες.

Γρουμπούλι: 
Το μικρό εξόγκωμα, συνήθως στο δέρμα.

Γρούσπα (η): 
Καλλιεργήσιμα τμήματα που βρίσκονται ποιο χαμηλά από τη βραχώδη περιοχή που τα περικλείει.

Γυάρι: Η διασταύρωση της διαφοράς, μεταξύ της ζυγαριάς του αγοραστή με του πωλητή.

Γλυμπίδι
Όταν καποιος έχει κουρευτεί γουλί. ''Του κάναν το κεφάλι γλυμπίδι''

Δεματικό (το): Διαλεγμένες καλαμιές που χρησιμεύουν στο να δέσουμε δεμάτι τα χόρτα.

Δόγα: 
Οι οριζόντιες τάβλες του βαρελιού.

Δρυμώνι: 
μεγάλο κόσκινο.

Δύβουλος: 
Ο αναποφάσιστος.

Δυπέντουρος: 
Αυτός που έχει στραβώσει. Ο πετσικαρισμένος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου