Ν-Ξ-Ο-Π

Περκάλεση
Είναι όταν καλείς κόσμος να σε βοηθήσει. η ''φράση ειναι μάζεψα περκάλεση''

Πατουλιά
Σημείο στο χωράφι που είναι λίγο προφυλαγμένο και σαν λουκούβα.

Πίγουλη
Ειναι το κριθαρακι το ζυμαρικο

Παταλιά...
Παταλιά..."τον πήραν παταλιά" που θα πει τον πήραν στα χέρια τους και τον μεταφέρουν.... "τον πήραν τέσσερις, τον πήραν παταλιά".


Ξεβεζιασμένο
Ξεβεζιασμένο είναι το βλαμένο. 
 
 Ογράτισα η Ωγράτισα 
 Κουραστηκα

Οϊντίζουνε

Οϊντίζουνε που θα πεί μοιάζουνε...

Προφαντικό

η φράση ειναι ''προφαντηκό να σου ρθει'' και σημαίνει να σου έρθει αρρώστια, εγκεφαλικό..Κατάρα και βρισιά!

Πιλάλα ή πιλαλόντας.

Πιλάλα ή πιλαλόντας... που σημαίνει τρέξιμο που σημαίνει τρέχοντας, θα το βρείτε και ώς "πήγε πιλάλα" που σημαίνει πήγε γρήγορα.

Νορεύω

Νορεύω… θα το βρείτε και με τη μορφή «τα μάλωσα αλλά δεν με νορεύουν» που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει ότι δεν με άκουσαν δεν με υπολόγισαν δεν με λογάριασαν όσο θα έπρεπε.

Νογάς  

Νογάς ,δύνασε … θα το βρείτε και με τη μορφή «καλύτερα να νογάς παρά να δύνασε» που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει καλύτερα να γνωρίζεις ή περισσότερο να ξέρεις, να σου κόβει και να ξεγλιστράς παρά να παλεύεις με το εμπόδιο που αντιμετωπίζεις.

Παραπέτι

Ειναι το κομματι ξυλο η σιδερο που μπαινει στο πλαι της καροτσας για να μην φευγουν απο μεσα τα φορτωμενα πραγματα.


Νίβομαι: Πλένω το πρόσωπό μου.

Νισάφι: Να μην ξανασυμβεί. Τελείωσε και ησυχάσαμε.

Νοτισμένο: Αυτό που έχει ίχνη υγρασίας. Από το νοτιά όπου και δημιουργείτε η υγρασία.

Νούρλος (ο): 
Η παχιά και φουντωτή ουρά.

Ντάβανος (ο): 
Είδος αγριόσφηκας, που βασανίζει τα ζώα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ντανιάζω: 
κάνω σωρό τα πράγματα με μια σειρά.

Ντουφεκαλεύρης: Αυτός που πυροβολεί το αλεύρι. Ο τυχοδιώχτης που δεν έχει καμία επιτυχία.  

Ντρουβάς (ο): 
Πρόχειρο σακίδιο.

Ντρούλια: 
Ξαφνική ζάλη.

Νυχτόσκαρο: 
Το βόσκισμα των ζώων τη νύχτα.   

Ξεκαπίνισμα
όταν καθαρίζω το τζάκι ,την σόμπα κλτ από την καπνιά που έχει μαζευτεί.

Ξαλέστατο: Το μακρύ ξύλο ενός δέντρου που υπερβαίνει κατά πολύ τα υπόλοιπα. Το ακανόνιστο.

Ξάλη (η): 
Ραβδί που από τη μία πλευρά έχει μεταλλικό εξάρτημα σε σχήμα Γ, για να ξύνουμε το αλέτρι
                 από τα χώματα και από την άλλη έχει βίτσα.

Ξαπολήθηκε: ξεχύθηκε στο δρόμο, έφυγε γρήγορα ή ογλήγορα!

Ξεγκομεσάστηκε: Επαθε ζημιά στη μέση του, συνήθως από το πολύ φορτίο.   

Ξελογκωνω 

Όταν καθαρίζω το χωράφι μου απο χορτάρια κτλ. λέγεται ξελόγκωμα

Ξεΐγκλοτος: Αυτός που δεν έχει ίγκλα. Ο άνθρωπος που του έχουν πέσει τα παντελόνια. 

Ξεκατινιάστηκε:
 Ξεκόλλησαν οι μηροί από τη λεκάνη.  

Ξεκατουνάω: Μετακομίζω.

Ξεκαυκαλώθηκε: Ξεκόλλησε το εξωτερικό του περίβλημα. " Η κόρα στο ψωμί" .

Ξεκουπίστηκε: Ξεκόλλησε γιατί δεν ήταν καλά κολλημένο.

Ξεμασελιάστηκε: Του έφυγε η μασέλα. Όταν το ψωμί είναι ξερό και καταβάλουμε προσπάθεια να το κόψουμε με τα δόντια.

Ξεμασκαλήστηκε: Του ξεκόλησε η μασκάλη. Όταν κάτι ξεκολάει από το κυρίως σώμα.

Ξαναμπέξαλλα:
 Όταν κρατάμε κάτι τεμπέλικα, παράλυτα.    


Ξένω: Αραιώνω κάποιο υλικό (μαλλί, καπνό), χωρίς να το σκορπίζω. 

Ξερομάχησε: Όταν το ξύλο στεγνώσει υπερβολικά και αρχίζει και σκάει.

Ξεσαμάρησε: Ξεφυγε το σαμάρι από την ράχη του ζώου.

Ξεσαμαρώνω: Βγάζω το σαμάρι.

Ολούθε: Παντού.

Ολότελα: 
Καθόλου.

Ορμηνεύω: 
Συμβουλεύω.

Ορμήνια: 
Η συμβουλή.

Οστρέχα (η): 
Το κενό μεταξύ των κεραμιδιών και του πέτρινου τοίχου.

Όστρια (η): 
Νοτιοανατολικός άνεμος

Όψιμα (τα): 
μετά τη συνηθισμένη ημερομηνία.

Παγάδα: Το χρονικό διάστημα που δεν υπάρχει πνοή ανέμου και δεν κουνιέται φύλλο.

Παγανιά (η): Ψάχνω εξωνυχιστικά μιά περιοχή μήπως και δω ή βρω αυτό που με ενδιαφέρει.     

Παληβό: 
το κατσίκι με το άσπρο τρίχωμα.

Πανιάρα (η): 
Διπλωμένο κομμάτι ύφασμα, δεμένο στην άκρη μεγάλου ξύλου, για να σκουπίζουν τα  κάρβουνα και τη στάχτη του φούρνου.

Παραλόησε: Έχασε τα λογικά του.

Παρεστιά (η): το εμπρός μέρος της βάσης του τζακιού.

Πατατούκα (η): Είδος πανωφοριού.

Πατικώνω: Πιέζω κάτι υπερβολικά.

Πέδουκλας (ο): 
κοντό σχοινί, που δένει μεταξύ τους τα δύο από τα τέσσερα πόδια του ζώου, για να μην  μπορεί να φάει τα δέντρα.

Πεδουκλώθηκε: 
Μπερδεύτηκαν κάπου τα πόδια του και έπεσε.

Πεζούλα (η): το κομμάτι ενός αγρού που το οριοθετούν τοίχοι.

Πεζούλι (το): 
η πολύ μικρή πεζούλα.

Πετσικάρω: Φεύγω από τα ζύγια μου.

Πηλάλα (η): Το σύντομο τρέξιμο.

Πηλαλάω: Τρέχω χαλαρά, χαρούμενος.

Πητιά (η): Ζωτικό όργανο στην κοιλιά του νεογέννητου, το οποίο παράγει μια ουσία που πήζει το γάλα που πίνει και γίνετε στερεά τροφή. Χρησιμοποιείται και στο να πήξουμε το γάλα να γίνει τυρί.   

Πινακωτή 
Σκεύος παρασκευής ψωμιού, μετά το ζύμωμα βάζαμε την ζύμη εκεί να φουσκώσει

Πιπίδα (η): 
Αρρώστια που παρουσιάζουν οι κότες όταν διψάσουν πάρα πολύ.

Πισάρι: Το πίσω μέρω του σαμαριού.

Πισωκάπουλα: Φόρτωμα στα καπούλια του ζώου.

Πλακάλωνο: Το αλώνι που ήταν στρωμένο με ίσες πέτρες - πλάκες.

Πολιώρα: 
Πριν από λίγη ώρα.

Ποτόκι (το): 
Φυσική λακκούβα που συγκεντρώνονται οι λάσπες και τα νερά από τη βροχή και αργούν να αποστραγγίσουν.

Πούμωμα: 
Το πώμα – καπάκι.

Πουμώνω: 
Βάζω το καπάκι

Προγκάω: 
Φοβήθηκα και έφυγα τρέχοντας

Πρώιμα (τα): 
πριν από τη συνηθισμένη ημερομηνία

Πρωπύρα (η): 
Είδος ψωμιού που το βγάζουμε από το φούρνο πριν από τα καρβέλια. Ψήνετε με την πρώτη πύρα.

Πυρομάχος (ο): 
η κάθετη πλευρά στο πίσω μέρος του τζακιού. ¨Μάχεται με την πυρά¨.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου