Ρ-Σ-Τ-Υ

Σμερδάκι ή φωτίτσα
Μυθικό πλάσμα που γυρνάει τα ξωκλήσια την νυχτα. Το φως του φαίνονταν σε ενα σημειο και σε δευτερολεπτα σε ενα αλλο. Δεν το εχει δει κανεις. Ο μυθος λεει οτι ενας που το ειδε μαρμάρωσε.

Σιδερογουρούνα

Μυθικό πλάσμα του χωριου. Σιδερένιο γουρούνι που έβγαινε στον κάτω μαχαλά με τα γουρουνάκια της και τρομοκρατούσε με τον ήχο της τους κατοίκους.

Συδιπλωθηκα Σκόνταψα ,μπέρδεψα το βήμα σε κάτι και έπεσα 

Τσιγκλάω
Τσιγκλάω που θα πεί πειράζω, ενοχλώ ή και που σπρώχνω ελαφρά κάποιον.

Σούρνοντα

Σούρνοντα... θα το βρείτε "το πήρε σούρνοντα" που θα πεί το τράβηξε σέρνοντάς το στο χώμα

Συγκυλάω

Θα πει γυριζω κατι μεσα στο χωμα, στο πατωμα.

Συναβλακαρέοι

Συναβλακαρέοι είναι αυτοί που συνορεύουν τα χωράφια τους, που έχουν για όριο το ίδιο αυλάκι

Σιαπέρα

Σιαπέρα ή αλλιώς ίσια πέρα ή και ίσια προς τα εκεί   δηλαδή σιαπέρα!

Σημαδιακό

Σημαδιακό … μια λέξη  που σημαίνει άρρωστο.

Σημάδι

Λέξη που σημαίνει ζωηρό, σκανδαλιαρικο άτομο. Συνήθως παιδί.

Σουλημάς

Σουλημάς που είναι το δηλητήριο. Ακόμα αν κάποιος πίνει πολύ του λένε ''α στον πια αυτόν το σουλημά''

Σουλάτσο..

Σουλάτσο... που σημένει βόλτα τσάρκα

Σουρτούκο

Σουρτούκο.... η σουρτούκο είναι αυτή που γυρνάει στις γειτονιές.... Παρομοια λέξη η ''φερντάσο''

Σελινιασμένο...

Σελινιασμένο... που σημαίνει τρελό που σημαίνει αφηνιασμένο

Τροχόμενο

Τροχόμενο... που σημαίνει τρελό, παλαβό που σημαίνει αφηνιασμένο

Σκαπέτισε..

Σκαπέτισε... που σημαίνει απομακρύνθηκε έφυγε μακριά, θα το βρείτε και ως "σκαπέτισε πιλαλόντας" που σημαίνει έφυγε τρέχοντας.

Σφλετζούρατο...

Σφλετζούρατο... που σημαίνει πέτατο, που σημαίνει πέταξέ το,

Συγκάρτσαλο..

Συγκάρτσαλο... που σημαίνει συμπούπουλο που σημαίνει ολόκληρο
 
Συμπούπουλο...
Συμπούπουλο... που σημαίνει ολόκληρο

Τύκλωσε
Το λέμε όταν κάπου εχει πιάσει φωτιά και έχει πολύ καπνό. Επίσης το λέμε για το καπνό του τσιγάρου μέσα στο καφενείο! (τυκλωμα) . Ακόμα υπάρχει και η φράση ''τύκλωτο ρε'' που σημαίνει άναψε το.

Σκατζουλήθρα/ες
Είναι η σπίθες που φεύγουν από την φωτιά

Στυλώνω
Όταν στηρίζω κάτι, η στηρίζομαι ο ίδιος κάπου. Υπάρχει και η φράση ''τι στυλώθεις και δεν κουνίεσαι''.

Σάρωμα
Η σκούπα. Συνήθως αυτή που είναι φτιαγμένη από αφάνα.


Ράβδα (η): Το πολύ μεγάλο ραβδί. Η μακρυά μαγκούρα.

Ρέφλα (η): 
Μπόρα χαμηλής έντασης και πολύ μικρής διάρκειας.

Ρουμάνι: Αδιαπέραστη βλάστηση από δέντρα και θάμνους.

Ρούπι: 
Η απειροελάχιστη κίνηση. " Μη κουνηθείς ρούπι".

Ρούπωσε (το ξύλο): Έχει βραχεί τόσο πολύ που δεν ¨πίνει¨ άλλο.

Ρούσο: 
το ζώο με καφετί χρώμα τριχώματος.

Ρωγοβύζι (το): 
Η ρώγα του στήθους.

Σαγιάζω: Σκεπάζω το ζώο όταν κάνει υπερβολικό κρύο.

Σάισμα (το): Πολύ χοντρό πανωσκέπασμα από μαλλί κατσίκας. Αφού το επεξεργαζόντουσαν το μαλλί, το ύφαιναν πέντε φορές μεγαλύτερο από την τελική επιφάνεια που επιθυμούσαν. Στη συνέχεια το  ζεμάτιζαν αρκετά και όπως ήταν καυτό το έριχναν σε κρύο νερό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το  ύφασμα ¨να μπει¨ κατά πέντε περίπου φορές και αυτό το καθιστούσε αδιάβροχο.  

Σαλαγάω: Φωνάζω τα ζώα να μαζευτούν.

Σαλαμουρδιάζω: Μισολιώνω κάτι.

Σαριά: 
Η κολλημένη βρωμιά στο μαλλί των ζώων. Συνήθως των προβάτων.  

Σαπίμι (το): αυτό που έχει αρχίσει να σαπίζει, το σάπιο.

Σέκιο
Είναι είδος κουβά που ποτίζουμε τα ζώα κτλ

Σηκωμυάλισε: 
Πήραν τα μυαλά του αέρα. Τρελάθηκε από κάτι δυσάρεστο που έμαθε.

Σιδεροστιά: Τρίγωνη μεταλλική κατασκευή με τρία πόδια, για να τοποθετούμε πάνω από την εστία της φωτιάς οποιοδήποτε σκεύος.

Σιούτο: Το ζώο που ανήκει σε είδος που έχει κέρατα και το συγκεκριμένο δεν έχει.

Σιρόκος: 
Ο νοτιοανατολικός άνεμος

Σιτίζει: 
Ψιλοβρέχει

Σιτούρα (η): 
το ψιλόβροχο.

Σκαπέτησε: 
Έφυγε και χάθηκε από τα μάτια μας και δεν τον βλέπουμε.

Σκαρίζω: Αρχίζω και περπατώ μετά από ανάπαυλα. 

Σκαρούδια: 
Τα νεογέννητα πουλιά που μόλις έχουν αρχίσει να πετούν.

Σκαφίδι (το): Η μικρή ξύλινη σκάφη που χρησιμοποιείται είτε στο ζύμωμα είτε στο πλύσιμο.

Σκούζω: 
Φωνάζω πολύ δυνατά.

Σκούλος (ο): 
Το πίσω μέρος του μεταλλικού τμήματος του τσαπιού, του τσεκουριού, του σκεπαρνιού, κλπ.  

Σκουτέλα (η): Το μεγάλο πιάτο. Η πιατέλα.

Σκουτί: Το ρούχο. 

Σκύβαλα: Τα απομεινάρια από τον καθαρισμό των σπόρων.


Σουμιές (ο): Είδος στρώματος κρεβατιού.

Σουράβλι (το): 
Το μακρόστενο. Συνήθως οικόπεδο.

Σουρτάρα (η): Το βιαστικό περπάτηαμ του κοπαδιού χωρίς να βόσκει 

Σουτζούκι: Το αδούλευτο τμήμα.

Σοφράς (ο): Το χαμηλό τραπέζι.

Σπαρτιάζω: Αφού έχουμε πατήσει τα σταφύλια στο λινοπάτι παίρνουμε ένα φυτό που λέγετε σπάρτο
                   και βάζοντάς το πάνω από τις λιωμένες ρώγες το πατάμε για να τις διαλύσει τελείως.

Σπατσάρω: 
Τελειώνω τη δουλειά που έχω αρχίσει.

Σπλιθάρι (το): 
Φυσική λακκούβα πάνω σε βράχο όπου συγκεντρώνεται το νερό της βροχής.  

Σταβάρι: 
Ό ξύλινος βραχίονας του αλετριού.  

Σταλίζω: 
Κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα. Ξεκούραση των ζώων.

Στανιάρισε: 
ήταν φυρό και έχανε, το βρέξαμε και σταμάτησε να χάνει.

Στουμπάω: 
Χτυπάω κάτι και το συνθλίβω.


Στούμπος (ο): 
Πέτρα με στρογγυλό ή αυγοειδές σχήμα, ποταμίσια ή από τη θάλασσα, που χρησιμοποιείται και για σφυρί.

Στρούγκα:
 Η είσοδος του μαντριού.

Στρωσίδια: 
Τα ρούχα που στρώνουμε στο δάπεδο το χειμώνα. Χαλιά. 


Στυλιάρι (το): 
Η ξύλινη ή σιδερένια χειρολαβή των εργαλείων.

Στυλιαρός (ο): 
Κατακόρυφο ξύλο στο κέντρο του αλωνιού και χρησιμεύει για την περιστροφή των ζώων.


Συμούρδουλος: 
Αυτός που κάνει βιαστική δουλειά – προχειροδουλειά.

Συνογάω: 
Έχω εμπεδώσει. Καταλαβαίνω τι μου γίνετε.


Σφιχτανάρμεγη (η): 
Το ζώο του οποίου βγαίνει το γάλα από το μαστάρι με δυσκολία.

Σφοντύλι: 
Ο αποθηκευτής ενέργειας του αδραχτιού. Ξύλινο ή μια τρύπια πατάτα.

Σωροβίκα (η): 
Λεπτό και πολύ μεγάλο ξύλο.


Τέντζερος (ο): Το αμέσως μικρότερο σκεύος από το λεβέτι.

Τέστα (η): 
Είδος μεταλλικού κουβά που χρησιμοποιείται συνήθως για να βγάζουμε νερό από τη στέρνα..

Τζακόπανο: 
Το ύφασμα που τοποθετούμε μπροστά στο τζάκι τις εποχές που δεν το χρησιμοποιούμε, για να μη φαίνετε η μαυρισμένη εστία.

Τραγάνα (η): Το χωράφι που έχει πολλά μικρά πετραδάκια.

Τραγομούνουχο: Ο ευνουχισμένος τράγος.

Τρακάδα (η): 
Ο σωρός των ξύλων που είναι τοποθετημένα με σειρά. Ντανιασμένα.

Τραμουντάνα (η): 
Ο βόρειος άνεμος. Μεσαιωνική λέξη, από το λατινικό trans montanus: ο αέρας που φυσά από τα βουνά.

Τρικόμι (το): 
Ο σβέρκος.

Τροκάνι: 
Είδος κουδουνιού που κρεμάμε στο λαιμό των ζώων και συνήθως στα κατσίκια.

Τρουμπέτα (η): 
Το πολύ μεγάλο τροκάνι.

Τρουμπούκι: 
Το κοντόχοντρο συμπαγές ξύλο.

Τροχαλιάς (ο): 
Το χωράφι που έχει πάρα πολλές μικρές πέτρες


Τσαγκάδια: 
Τα νεογέννητα ζώα που δεν έχουν μάνα και πρέπει να τα θηλάσει κάποια άλλη.

Τσαγκούρα (η): 
Το γυριστό ξύλο σε μορφή μαγκούρας.

Τσαλαπίδι (το): 
η μικρή ανοιχτόχρωμη σαύρα που τη συναντάμε συνήθως εντός κτισμάτων.

Τσανάκι (το): 
Το μικρό πιάτο.

Τσαντίλα (η): Το ύφασμα όπου τοποθετείται το τυρί μόλις πήξει για να στραγγίσει

Τσαποστύλιαρο: 
Το ξύλο - στυλιάρι του τσαπιού.

Τσαπράκι (το): 
Το στράβωμα που γίνετε στα δόντια του πριονιού.

Τσελεφίτσα (η): Είδος εδάφους συνήθως σαθρό.

Τσιμεντάλωνο (το): 
Το αλώνι του οποίου το δάπεδο είναι τσιμεντένιο.

Τσιμπογιάννης: 
το πτηνό κοκκινολαίμης.

Τσουλάφτιασε: Μάζεψε τα αυτιά του. 

Τσούλο: 
Αυτό που δεν έχει αυτιά.

Τσουλώνω: Παρακολουθώ ακίνητος και αμίλητος. 

Τσουράπι (το): 
Η κοντή κάλτσα.

Τσούτα: 
Τσιμουδιά.

Τσούπα
η φράση ειναι ''ειναι τσούπα'' που σημαίνει ειναι γεμάτο. Μερικές φορές σημαίνει και ειναι χοντρος/η.

Τσούπρο: Αυτό που έχει πολύ μικρά αυτιά.

Τανημάρα- τάνημα
όταν θες να πας στην τουαλέτα αλλά δεν μπορείς και πονάς.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου