Φ-Χ-Ψ-Ω

Χαβώνω
χαβώνω που θα πεί ρίχνω στάχτη στα μάτια .... που σημαίνει εξαπατώ κάποιον...


Φτενό
Φτενό ...ειναι το λεπτό σε πάχος

Χουρχουλιός

Ο χουρχουλιός είναι ένα νυχτοπούλι ένα είδος κουκουβάγιας

Χερχέρα...

Χερχέρα... που σημαίνει γρήγορα.

Φανάρι
Το φανάρι ήταν σιδερένιο κουτί με σύρμα γύρω-γύρω για να φαίνεται τι έχει μέσα, και πορτάκι. Το κρεμάγαμε στην κόρδα του σπιτιού η της αποθήκης και βάζαμε μέσα φαγώσιμα συνήθως για να μην τα φτάνει η γάτα η τα ποντίκια.


Φανέστρα (η): Ο φεγγίτης πάνω από την πόρτα ή το παράθυρο. Συνήθως ήταν και ανοιγόμενος με   ανάκλυντρη κίνηση. 

Φλέρι: 
Είδος κλήματος με σταφύλια για κόκκινο κρασί.

Φλέτζα:
 Η φέτα του ψωμιού. ¨Μια φλέτζα ψωμί¨.

Φορτωτήρα: 
Ξύλινη διχάλα στο ύψος του ζώου, που χρησιμεύει στο να υποβοηθά το βάρος από τη μία πλευρά, μέχρι να φορτώσουμε και το άλλο από την άλλη.

Φούρκα: 
Η χοντρή διχάλα που υποβαστάζει οποιοδήποτε βάρος.

Φουρλατίζω: Γυρίζω γύρω - γύρω.

Φούρλος: Ο κύκλος.

Φουρνόξυλο (το): 
Μακρύ ξύλο για να σπρώχνουμε τα κλαριά στο φούρνο ή να ανακατεύουμε τα κάρβουνα.

Φουρφουλάω: Κάνω θόρυβο καθώς ψάχνω κάτι.

Φουρφουλιάζω: Έχω γεμίσει από κάτι το ανεπιθύμητο. " Φουρφούλιασα ψείρες ". 

Φουσκί (το): 
η χωνεμένη – σβησμένη κοπριά.

Φωτογωνιά
Το τζάκι μέσα στο σπίτι

Φερέκλια
Κομματια, λωριδες. Οτι ειναι σκυσμενο 
Φραγκομάχαιρο: Το μαχαίρι με στρογγυλεμένη άκρη στη λεπίδα του.  

Φύρασε (η ξύλινη πόρτα): 
έχει στεγνώσει και έχουν δημιουργηθεί κενά μεταξύ των ξύλινων τμημάτων.

Φυρασιά: όταν η θάλασσα έχει άμπωτη και τα νερά έχουν τραβηχτεί μέσα.  


Χαΐρι (το): Η προκοπή. Η συμφωνία με σκοπό την υλοποίηση.                          

Χαλαστάρι (το): Η μεγάλη πέτρα που όταν την εκσφενδονίζουμε προκαλεί ζημιές.

Χάμου: 
Κάτω.

Χαμώερας: 
Ο τυφλοπόντικας.

Χαρδαλέπι: Σε μια κατασκευή το εξάρτημα που κινείται παντελώς ελεύθερα, σαν παράλυτο.

Χατίλια: Τα παλιά ξύλινα σεναζ.

Χαύδα: Η περιοχή ανάμεσα στα πόδια.

Χαυδώνω: Βάζω κάτι ανάμεσα στα πόδια μου.   

Χειρόβολο (το
): Η ποσότητα των χόρτων που μπορείς να πιάσεις με τη χούφτα.


Χουλίαρι
Σημαίνει κουτάλακουτάλι.

Χερομηλιά (η): Είδος πετρώδους εδάφους.

Χλεμπονιάρικο: 
Το αρρωστιάρικο

Χουγιάζω: Φωνάζω πολύ δυνατά για να απομακρυνθεί κάτι που με ενοχλεί.

Χουλιέται: Παραπονιέται - διαμαρτύρεται για κάτι που έπαθε

Χούνωμα: Βαθούλωμα του φυσικού εδάφους

Χούρχουλας (ο): Νυχτόβιο πτηνό που ζει στις ρεματιές. Χρησιμοποιείται και ως ένδειξη για τα καιρικά φαινόμενα γιατί όσο πλησιάζει προς τη θάλασσα ο καιρός χαλάει, ενώ όσο απομακρύνεται ο καιρός βελτιώνεται.   

Χούφταλο: Το πολύ αδύνατο και αδύναμο, το ετοιμοθάνατο.

Χουχλάζει: Κοχλάζει, βράζει πολύ δυνατά. 

Χτίρι: 
χαμηλός τοίχος που χρησιμοποιείτε και για κάθισμα.

Χαγιάτι
Ξύλινο σκεπασμένο δωμάτιο που μεσα καναμε δουλειες και ειχαμε τον αργαλειό  

Χωματάλωνο: 
Το χωμάτινο αλώνι. Όταν ερχόταν η εποχή να αλωνίσουν, κατάβρεχαν όλο το αλώνι και έβαζαν τα ζώα να γυρίζουν γύρω - γύρω ώστε να δημιουργήσουν λάσπη, την οποίαάφηναν να ξεραθεί – ταρατσώσει, για να μη σηκώνεται σκόνη.


Ψαϊλα
: Προσωρινό σημείο ξεκούρασης. Πρόχειρη περίφραξη όπου συγκεντρώνει το κοπάδι του ο βοσκός  κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ψαϊλώνω: 
Ξεκουράζομε, κοιμάμαι πρόχειρα. 

Ψαλίδι: 
Το λοξό ξύλο της σκεπής που στηρίζεται στον τοίχο του σπιτιού η μία άκρη του και η άλλη στον καβαλάρη ή στον μαχιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου