Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Διαβάστε αναλυτικά λέξεις στην γλώσσα των τσοπάνηδων και τι σημαίνουν στα απλά ελληνικά!


Αποκόβω: απογαλακτίζω.

Αγγειό (το): δοχείο, σκεύος.

Ανάρμεγος: το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Είναι ανάρμεγο το κοπάδι.

Απλάδι (το): Κλινοσκέπασμα από προβατίσιο μαλλί….

Αρβάλι (το): Χάλκινο ή τσίγκινο στρογγυλό δοχείο με χερούλι για το άρμεγμα των ζώων.

Αρνάδα: Χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για «έχει», δηλ. για αναπαραγωγή. Στα γίδια λέγεται κατσικάδα.
Ασαλά(γ)ητος: αυτός που δεν παίρνει από ορμήνιες, που κάνει ότι του κατέβει στο μυαλό.

Βάκρα: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα της και μαύρες κηλίδες μόνο στο μούτρο της.

Βετούλι (το): Κατσίκι ενός έτους.

Γαλάρια (τα): Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν (έχουν) γάλα. Σε αντίθεση με τα στέρφα που δεν έχουν.

Γάστρα (η): Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.

Γκιόσα (η): γίδα με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και λευκές ρίγες στο πρόσωπο

Γκισέμι (το): Τραγί ή κριάρι μουνουχισμένο και μεγαλόσωμο, οδηγός του κοπαδιού που φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.

Γκλίτσα: Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.

Ζλάπι (το): Η φράση «παρουσιάσκη ζλάπι» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι ή τσακάλια και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης.

Ζυγούρι (το): Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.

Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα.

Κάδη (η): Ξύλινο ψηλό δοχείο με στενή βάση για το χτύπημα του γάλακτος.
Κακαράντζα (η): Τα περιττώματα, η κοπριά των ζώων.

Κάλεσα: Προβατίνα με σώμα άσπρο, αλλά με μάτια, μύτη και αυτιά μαύρα.

Καπνόγκεσα (η): Κατάμαυρη γίδα με καφέ μούρη.

Καραμάνικη (η): Προβατίνα άσπρη με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και φαρδιά ουρά.

Καρδάρα (η): Ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.

Κάτσενα: Άσπρη προβατίνα με κόκκινο πρόσωπο.

Κλαπάτσα (η): Αρρώστια των προβάτων.

Κλαρίζω: Κόβω τα κλαδιά δένδρου.

Κλωτσοτύρι (το): Το τυρόγαλο που μένει από το πήξιμο του τυριού, άμα το βράσουμε κάνουμε το κλωτσοτύρι.

Κολήγοι: Σμίξιμο δύο – τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία – συνεταιρισμό εξαμηνιαίο.

Κολλημένα (τα): Πρόβατα με αρρώστια στον πνεύμονα που κολλάει τα παΐδια (πλευρά).

Κολόκουρος (ο): Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.

Κονάκι (το): Αυτοσχέδιο καλύβι από σάλωμα (είδος καλαμιού). Χρησίμευε για καλοκαιρινό κατάλυμα του τσομπάνη, στα ορεινά και το χειμώνα το εγκατέλειπαν για τα χειμαδιά.

Κάπα (η): Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο. Φοριέται τους χειμερινούς μήνες.

Κορύτος (ο): ξύλινη και μακρόστενη ταΐστρα ή ποτίστρα για ζώα. Σκαφίδα.

Κορφίγκι (το): βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, το αμέσως μετά τη γέννα.

Κουδούνα (η): Μεγάλο κουδούνι για πρόβατα.

Κουδουνάδες: Κατασκευαστές κουδουνιών.

Κούρος: Το κούρεμα των προβάτων.

Κουτσοκέρα (η): Προβατίνα ή γίδα με σπασμένο το ένα κέρατο.

Κρεμανταλάς: Ξερό και διχαλωτό ξύλο μπηγμένο στο χώμα έξω από το κονάκι για να κρεμούν τις καρδάρες με το γάλα και να μην το φθάνουν τα σκυλιά και τα φίδια.

Κρούτα: Προβατίνα ή γίδα με μικρά και με κοντά τα δύο κέρατα.

Κύπρος (ο): Μεγάλο κουδούνι από μπρούντζο σαν καμπάνα για γίδια και ειδικότερα για το γκεσέμι.

Λόγια (Λάγια) γρίβα: Σπάνια προβατίνα με γκριζωπό τρίχωμα.

Λόγια (Λάγια) μπαλιά: Κατάμαυρη προβατίνα με μια κηλίδα λευκή στο κεφάλι.

Λειβαδάρικο: Νοικιασμένο χωράφι από τον τσοπάνη που χρησιμοποιεί για βοσκή. Το ενοίκιο το πληρώνει σε είδος και συνήθως είναι τυρί.

Μαδημένα (τα): Πρόβατα που τους έχει πέσει μερικά ή ολικά το μαλλί.

Μαντρί: Κατοικία προβάτων.

Μαντρόσκυλος: Μεγαλόσωμος κατά κανόνα σκύλος. Άγριος μα και άγρυπνος φύλακας του κοπαδιού.

Μαξούλι: (το): Το εισόδημα από το γάλα ή από τα μαλλιά των αιγοπροβάτων.

Μαρκάλλος (ο): Η γονιμοποίηση των θηλυκών από τα αρσενικά για την αναπαραγωγή.

Μαρμαρά: Προβατίνα ή γίδα στέρφα (αυτή που δεν γεννάει).

Μαυλάω: Καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή οικόσιτα ζώα.

Μονοβύζα (η): Προβατίνα ή γίδα που έμεινε με ένα μαστάρι, επειδή την χτύπησε αρρώστια.

Μπλιόρα (η): Η πρωτογενή γίδα.

Μπουτσκοκάλεσα: Προβατίνα καστανή ως καστανόμαυρη.

Ντορός (ο): Τα ίχνη (πατημασιές) των ζώων πάνω στο χιόνι ή πάνω στον κουρνιαχτό (σκόνη).

Ορμώνω: Κατευθύνω την πορεία ζώου ή κοπαδιού με χειρονομίες και κραυγές.

Παγάνα (η): Η ομαδική οργανωμένη καταδίωξη άγριων ζώων (κυρίως λύκων).

Παρμάρα (η): Ασθένεια με συμπτώματα παράλυσης, που εμφανίζεται κυρίως στα αιγοπρόβατα.

Πρατάρης (ο): Ο βοσκός των προβάτων.

Πρατίνο: Προβατίνα.

Πιτιά (η): Το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα (ένζυμο), για να πήξουν το γάλα για τυρί.

Ρούσα (η): Προβατίνα ξανθοκόκκινη.

Ρούτα: Προβατίνα με κοντό μαλλί.

Σάισμα (το): Κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι από γίδινο μαλλί.

Σαλαγάω: Κατευθύνω με φωνές τα ζώα.

Σιούτος (ο): Το αρσενικό πρόβατο ή γίδι χωρίς καθόλου κέρατα.

Σκάρισμα (το): Καλοκαιριάτικη νυχτερινή έξοδος του κοπαδιού για βοσκή.

Σκάφη (η): Οι μακρόστενες ξύλινες ή τσίγκινες σκάφες στις οποίες έριχναν τροφή ή νερό για τα ζώα.

Σκουληκιάρικο (το): Πληγωμένο ζώο που μολύνεται η πληγή του από τη μύγα και πιάνει σκουλήκι.

Σταλίζω, στάλος (ο): Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από τον ίσκιο των δέντρων.

Στέρφα (η): Η στείρα θηλύκια.

Στρούγκα (η): Πρόχειρο μαντρί με κλαδιά ή πέτρες για το άρμεγμα των ζώων.

Τάλαρος (ο): μεγάλο ξύλινο βαρέλι για την φύλαξη και διατήρηση τυριού.

Τομάρια (τα): Τα δέρματα των προβάτων ή γιδιών.

Τροκάνι (το): Μεγάλο κουδούνι με δυνατό ήχο για μεγαλόσωμα ζώα.

Τσαγκάδι (το): Η γίδα ή προβατίνα που έμεινε χωρίς θηλασμό (κατσικιού ή αρνιού) π.χ. λόγω αποβολής.

Τσαντίλα (η): Μεγάλα τουλουπάνια για το στράγγισμα του μόλις πηγμένου τυριού.

Τσαρδί (το): Πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά. Καλύβα.

Τσάρκος (ο): Ο παιδικός σταθμός της στάνης. Μια καλύβα που βάζουν τα νεογέννητα αρνιά, όταν οι μανάδες τους πάνε για βοσκή. Αλίμονο σ” όποιον ξένο πλησιάσει τον τσάρκο. Το τσοπανόσκυλο θα τον κομματιάσει.

Τσαρούχια (τα): Αυτοσχέδια παπούτσια από το δέρμα ζώων με φούντα μπροστά.

Τσατάλι (το): Σιδερένιος ή ξύλινος γάντζος σαν τσιγκέλι.

Τσιμπουροβύζα (η): Προβατίνα ή γίδα με πολύ μικρό μαστό.

Τσοκάνι (το): Το πλακέ κουδούνι για τα γίδια. Λέγεται και κραμπακίδα.

Τσούλα (η): Προβατίνα με μικρά αυτιά.

Τσουράπια (τα): Τσοπάνικες κάλτσες φτιαγμένες από μαλλί προβάτου.

Τυρόγαλο (το): Το υγρό που μένει από το πήξιμο του τυριού.

Φλόρα (η): Ολόασπρη γίδα.
http://www.newspepper.gr/

Ενα ακομα λεξικο απο την Μεσσηνια. Πολλες οι ομοιοτητες με τις λεξεις του τοπου μας!

http://www.magicmessinia.gr/el/%CE%BC%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%86%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%B5/

Ας δούμε όμως τις λέξεις και τις φράσεις που μέχρι σήμερα συγκεντρώσαμε κατ’ αλφαβητική σειρά.
A
1. Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας 2. Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος 3. Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο. 4. Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια. 5. Άγγουσα ζέστη = η κάψα 6. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα 7. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ 8. Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ) 9. Ακουμπέτι = παρά ταύτα 10.Ακώ = ακούω 11.Αλάργα= μακριά 12.Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης, 13.Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω – κάτω 14.Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω. 15. Aμπαρώνω= κλειδώνω 16 Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας 17. Αμπέχονο = καπαρντίνα 18. Αμπολάω=Αφήνω 19. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος 20. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι 21. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε. 22. Αναρίγησα = ανατρίχιασα 23. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω 24. Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα. 25. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό. 26. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα 27. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται. 28. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος. 29. Αξύριγος = αξύριστος. 30. Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας. 31. Απίδι= αχλάδι, 32. Απόκανα = παρακουράστηκα, 33. Αποπερα=απεναντι. 34. Αποσταίνω = κουράζομαι 35. Αποσπερού = απόψε το βράδυ 36. Αραχνος = κακομοίρης, 37. Αρμάκι = μάντρα 38. Αρούκατος= άτσαλος 39. Αρναούτης = ισχυρογνώμων 40. Ασκί = τουλούμι. 41. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα 42. Απόπατος = τουαλέτα 43. Αραούζης = ασουλούπωτος 44. Απαντοχή = υπομονή 45. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί 46. Αποκορωμένος = καταραμένος 47. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας 48. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα 49. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι 50. Απόρριξε =απέβαλλε 51. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος 52. Αράδα = σειρά. 53. Άρατος = άφαντος 54. Αρτήθηκα = έφαγα. 55. Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ. 56. Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης. 57. Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του. 58. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος 59. Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω) 60. Αφόρμησα = μολύνθηκα 61. Αχάραγο = αφώτιστο 62. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί Β. 63. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι. 64. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα 65. Βαγένι = βαρέλι 66. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα 67. Βανιώνω = παχαίνω 68. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή 69. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό 70. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια 71. Βίκα = στάμνα 72. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος 73. Βίτσα=Λεπτό κλαδί 74. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα 75. Βιζιδάδι = έμπλαστρο 76. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω 77. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο. 78. Bούζα= χοντρή γυναίκα 79. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη! 80. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες. 81. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο. Γ΄ 82. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων 83. Γαστέρα = κοιλιά 84. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα 85. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο. 86. Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού 87. Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια 88. Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία της μύτης. 89. Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα 90. Γκοργκούνι= αστράγαλος 91. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό. 92. Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο. 93. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα) 94. Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριού. 95. Γιομα = απογευμα. 96. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα. 97. Γιουρούκι = σκουντούφλης. 98. Γκόρτσα= άγρια αχλάδια, 99. Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια. 100. Γκουργκούνι = αστράγαλος 101. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο. 102. Γνέματα = νήματα 103. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα) 104. Γουστέρα = σαύρα 105 Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος. 106. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας. 107. Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου. 108. Γρέκια = μαντριά
Δ΄ 109. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις 110. Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών. 111. Δικόνες μου = ο δικός μου 112 Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια 113. Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι) 114. Δριστέλια = η νεροτριβή. 115. Δώθενε = από εδώ
Ε΄ 116. Ευτού = εκεί 117. Έκα = κάνε πιο πέρα 118. Εντο = νάτο 119. Εντοσα = ξεπιάστηκα 120. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν 121. Εφτούνο = αυτό 122. Έχουτε = έχετε. Ζ΄ 123. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό. 124. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας 125. Ζωστήρα = Ζώνη 126. Ζουλάπι = άγριο ζώο
Η΄ 127. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
128. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε Θ΄ 129. Θέλουτε = θέλετε Κ΄ 130. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών. 131. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή. 132. Καλύβω = καλύπτω. 133. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα 134. Καμώνομαι = σωπαίνω. 135. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν. 136. Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη, 137. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι 138. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας. 139 Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος. 140. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά 141. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ 142. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων 143. Καταλιακού= μες τον ήλιο. 144. Καταλαχού= κατά τύχη. 145. Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα 146. Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες. 147. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης. 148. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι). 149. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα. 150. κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα 151. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη 152. Κατσούλα = γάτα 153. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της ελιάς. 154. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος 155. Κατακεφαλιά =καρπαζιά 156. Καψερός = ο καημένος. 157. Κείθενε = από ‘κει, 158. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω. 159. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια. 160. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση. 161. Κλ.ωνα = κλωστή 162. Κιόσα (τα) = Χρέη 163. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι 164. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι 165. Κούκλα = καλαμπόκι 166. Kοκόσια = αμύγδαλο 167. Κολιάνιτσα = ευκοίλια 168. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.169. Κουλούκι = το κουτάβι 170. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα. 171. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας 172. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού 173. Κουβενταρία = λογοδιάρρια. 174. Κουνενές = μωρό. 175. Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά 176. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών. 177. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο. 178. Κονταυγές = χαράματα 179. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι 180. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω. 181. Κιβούρι = μνήμα 182. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά. 183. Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα. 184. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω) 185. Κόφα = μεγάλο καλάθι. 186. Κοφίνι =καλάθι. 187. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα. 188. Κότσαλα = κοτσάνια 189. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα κουκουνόμυγα. 190. Κούμπλα = βρύση, 191. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας. 192. Κουτουρού = τυχαία 193. Κοτσώνομαι = καμαρώνω 194. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού 195. Κοπελάτος = υπηρέτης 196. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα. 197. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται. 198. Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι. 199. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη 200. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5 Λ΄ 201. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται. 202. Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος) 203. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού. 204. Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω 205. Λάκκος = αργαλειός. 206. Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει τον επόμενο χρόνο. 207. Λάμια=Όμορφη γυναίκα 208. Λούρα = λουρί 209. Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη) 210. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών. 211. Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.(Έτσι τα λένε στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι). 212. Λιαδώματα = Κατσίκια 213. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας. 214. Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων 215. Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο 216. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω) 217. Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι 218. Λοκάνικο = λουκάνικο. 219. Λιάστρα = απλωμένα κάτω. 220. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια. 221. Λόπια = Φασόλια ξερά. 222. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη. Μ΄ 223. Μαθές = λοιπόν. 224. Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας 225. Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα 226. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε) 227 Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί 228. Μάπα= λάχανο. 229. Μάπα = σφουγκαρίστρα 230. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα. 231. Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου 232. Μαρτίνι = κατσίκι 233. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.234. ματσουλάω = μασάω 235. Με μερμελάει= με ενοχλεί 236. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια. 237. Μελιγκόνια= μυρμίγκια, 238. Μέσκουλες = μούσμουλα 239. Μολόχα = γεράνι 240. Μαναστήρα=Η ευλογημένη 241. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού. 242. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά 243. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο. 244. Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ 245. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές 246. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι 247. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα. 248. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη, 249. Μπουγέλος = κουβάς. 250. Μπορούτε = μπορείτε 251. Μπόσικα = χαλαρά. 252. Μπαζίνα την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό 253. Μπάκα = κοιλιά. 254. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα 255. Μπούρδας = χοντρός 256. Μπουρνέλια = κορόμηλα 257. Μπουσουρντάνο = ντενεκές. 268. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα. 259. Μπάκακας =βάτραχος. 260. Μπανιερό = μαγιό 261. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια 262. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου 263. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω 264. Μπιντόνα = ντενεκές 265. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού. 266. Μπουζία = γουρούνια. 267. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας. 268. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι. 269. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό 270. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς 271. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς. 272. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε 273. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο 274. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα. 275. Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία) Ν΄ 276. Ναχρικά = κατσαρολικά 277. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι 278. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι 279. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες 280. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια δραχμή 281. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος 282. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας. 283. Ντόνω = ξεμουδιάζω, 284. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός. 285. Ντορβάς = ταγάρι Ξ΄286. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού. 287. Ξείκλωτος = ατιμέλητος 288. Ξεκάμπησε, = βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται. 289. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει. 290. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο) 291. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα. 292. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ. 293. Ξεσυνέρια = ζήλεια, καχυποψία 294. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω 295. Ξυλοκέρατα = χαρούπια. 296. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα. 297. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα 298. Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο 299. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού. 300. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν. 301. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα (ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
Ο΄ 302. Οβριές: Είδος χόρτου-λαχανικού, οι τρυφερές κορυφές από το αρκουδόβατο (μοιάζει λίγο με κισσό ή και σπαράγγι) 303. Ολούθε = παντού 304. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια 305. Ούλοι = Όλοι Π΄ 306. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος. 307. Πανιάρα = είδος εργαλείου σαν σφουγγαρίστρα, που καθάριζαν τις στάχτες απ τους φουρνους 308. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα) 309. Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο σώμα) 310. Παράλυτε, (ρε) = ο βλάκας, ο άχρηστος. 311. Παραγώνι = τζάκι 312. Παράφθαστο = αξεπέραστο 313. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια. 314. Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος) 315. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη. 316. Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη. 317. Πάστρεφτο = καθάριστο 318. Πατάκα = πατάτα. 319. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία 320. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό. 321. Πελεκάω = χτυπάω. 322. Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών σε σπίτια για ομαδική εργασία. 323. Πετσάφι = μικρό πανί κουζίνας 324. Πετσί λουρί = χέσιμο,325. Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου 326. Πιλαλάω = τρέχω, 327. Πιλάλα = τρέξιμο, 328. Πινακωτή = ξύλινη τάβλα που έβαζαν το ζυμάρι να φουσκώσει πριν το φουρνίσουν 329. Πινιάτα = μικρό πήλινο πιθάρι 330. Πιτάρι = μελισσοκέρι 331. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη 332. Πέσε μου = πες μου, 333. Πλακουτσά = πλακωτά. 334. Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα σε πλευρομετρήσω) 335. Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των κρεμμυδιών. 336. Πολυβαρδία – πολυκοσμία 337. Πουντιάζω = ξεπαγιάζω 338. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού, 339. Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα 340. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω 341. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων, 342. Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό. 343. Προσμπούκι = κολατσιό 344. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο 345. Προσώρας = προσωρινά. 346. Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά. Ρ΄347. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο 348. Ρέντος=Ράντισμα349. Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι και του πέφτει εύκολα. 350. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας. 351. Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του άχυρου στο κατώι του σπιτιού. 352. Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα, αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία) 353. Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι, λαδερό 354. Ρούγα = γειτονιά 355. Ρουκουνιάζω= τρώω πολύ και γρήγορα 356. Ρουκούλησε = κύλησε 357. Ρουπώνω = χορταίνω 358. Ρουτα = πανινι/φτιαρι Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο 359. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο. 360. Ρεντάω = ραντίζω. Σ΄361. Σαγάνι = πιάτο, 362. Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα) 363. Σακάτου = εκεί κάτω, 364. Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.) 365. Σαλάγημα = Κυνήγημα 366. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού. 367. Σάμπως = Σάματις = Μήπως 368. Σαπάνου = εκεί επάνω. 369. Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα, 370. Σαρώνω = σκουπίζω, 371. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα 372. Σάψαλο = σάπιο. 373. Σβαρνάω = που σκοντάφτω ,πέφτω πάνω σε κάτι, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. . 374. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο. 375. σβώλος = μικροκαμωμένος. 376. Σβιλάδα = ζούρλια, τρέλλα. 377. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες. 378. Σγούφτω=σκύβω, 379. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό 380. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός 381. Σειριά = σόϊ 382. Σεργούνι = η ξεφτύλα. 383. Σιδερωστια = το σιδερένιο τρίγωνο του τζακιού 384. Σίδωσε=νύχτωσε 385. Σιρίτια = κορδόνια 386. Σίχλος = κουβάς 387. Σκάλος = σκάλισμα 388. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου 389. Σκατοψύχια = κατάρες. 390. Σκαβούτα = χελώνα 391. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα. 392. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί. 393. Σαπέρα = πήγαινε πέρα, 394. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα, 395. Σκεύομαι = σκέπτομαι 396. Σκουληκαντέρα = γλίτσα. 397. Σκουτέλα= κούπα 398. Σκιάχτηκα = τρόμαξα, 399. Σκουτέλα = φλυτζάνα 400. Σουβή=συμφορά, 401. Σκατογένης = διάβολος 402. Σκορδοστούμπι = γουδί, 403. Σκουράντζος= ρέγγα, 404. Σκούζω = φωνάζω, 405. Σκουτέλα= κούπα 406. Σοροβλιάστηκε = έπεσε 407. Σούγελο = υδροροή 408. Σούδα = στενό δρομάκι, 409. Σουράω= σφυρίζω, 410. Σούρσιμο = διαροια. 411. Σπάρτο = κατσαφάνα 412. Σταθιμός= σταθμός, 413. Σπερνά = κόλυβα, 414. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια. 415. Στοιχερό = χοντρό ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του αλωνιού. 416. Στρατόνι = πεζούλα 417. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι) 418. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω 419. Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω. 420. Στρογγός = ο γιούκος,= η ντάνα με τα ρούχα. 421. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο 422. Συγγενικό (που να σεβρει συγγενικό) = που να σε βρει κακό. 423. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι, 424. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης. 425. Συμπούπουλο = θα καεί ολόκληρο 426. Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω 427. Συννεφόκαμα= μουντός καιρός συννεφιασμένος 428. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα 429. Σκούρκος =χρυσόμυγα. 430. Σιγουρεύω = κρύβω, 431. Στεγνώξω = στεγνώσω. 432. Συγκαρτσαλοι = περπατούσαμε όλοι μαζί, οι φίλοι, οι συγγενείς, το σόι 433. Σύχλο = κουβάς 434. Σφαρδάκλι = βάτραχος. 435. Σφέλαχτρο: Φυτό όπως το σκίντο. 436. Σώνει = φτάνει. 437. Σώστο = πιάστο 438. Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι δυνάμεις μας. Τ΄ 439. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο, 440. Τανιέμαι = σφίγκομαι, 441. Ταπίστωμα = ανάποδα 442. Ταχειά = αύριο, 443. Τέτζερης = κατσαρόλα, 444. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα, 445. Τηλώθηκα = χόρτασα 446. Τι λογό = τι είδος, 447. Τζάρα= Μεγάλο πήλινο αγγείο για βρόχινο νερό ή λάδι. 448. Τηράου=βλέπω, 449. Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα 450. Τουρλώνω = φουσκώνω, 451. Τουρνόκολα = ανάποδα 452. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα 453. Τράβα= καδρόνι στέγης, 454. Τραγατσούλα ή Δραγατσούλα= Καλύβα από ξύλα και φτέρη 455. Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που έφτιαχναν οι νοικοκυρές. 456. Τριχιά = σκοινί 457. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων 458. Τσακάω = τσακίζω 459. Τσαλάχατα = φωνάζουν το πρόβατα 460. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια 461. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί. 462. Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες 463. Τσαούσα = γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά 464. Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού, 465. τσεράνα = δύστυχη 466. Τσιγαρολάχανα = μυρωδικά χόρτα, 467. Τσικάου = τσουγκρίζω. 468. Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω. 469. Τσότρα= δοχείο κρασιού, 470. Τσουλάγρα = πιτσιλιά 471. Τσουτσουρώνω = αγριεύω 472. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας, 473. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη, 474. Τσουράπι= κάλτσα, 475. Τσιγκλάω = προτρέπω, 476. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι. Φ΄ 477. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα). 478. Φαγανιάρης = λαίμαργος 479. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου 480. Φιλιατρό = Το χείλος του πηγαδιού 481. Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς. 482. Φιότσος = βαφτηστήρι 483. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα 484. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα 485. Φλομώνω = ζαλίζω. 486. Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό 487. Φλύχτρες = σπυράκια 488. Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν οδηγό 489. Φορτσέρι = μπαούλο 490. Φούγα = οργή. 491. Φούλης = Αδελφούλης 492. Φουντουλώνει (το φουντούλωσα) = φουντώνει 493. Φουρφουράω = θορυβώ. 494. Φουστεκιαζω = δένω το μπρος με το πίσω πόδι ζώου με τριχιά για να μην τρέχεια 495. Φούφουτος = ο ανύπαρκτος 496. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο 497. Φτενός = λεπτός. 498. Φτούνος = αυτός. Χ. 499. Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος. 500. χανταβουλιάζομαι= χάνομαι, είναι για τα λιόπανα= είναι πολύ μεθυσμένος!!! 501. Χάμου = κάτω. 502. Χαμούρι = το σπάσιμο του ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό. 503. Χαρανί = καζάνι, 504. χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού. 505. Χανταβουλιάστηκα ή σωρώθηκα = Έπεσα κάτω (χανταβούλης: διάβολος, δαίμονας) 506. Χαντρολέμι = κολιέ, 507. Χαλαστάρι = πέτρα 508. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί. 509. Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος. 510. Χαρμπί = Είναι ένα είδος μικρού ξίφους. 511. Χαρχαλεύω = ψάχνω 512. Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό μισοχαλασμένο σπίτι. 513. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι. 514. χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας (από το χέσαμε όλοι) 515. Χόβολη = στάχτη. 516. Χουνέρι = πάθημα. 517. Χούνι = το φαράγγι 518. Χορήγι = ασβέστης. 519. Χουγιάζω = βρίζω. 520. Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει να βράζει πχ ένα φαγητό. 521. Χρίζω = αλείφω. 522. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές Ψ. 523. Ψηλαριδα=γυναικα με ψηλα ποδια. 524. Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα 525. ψες = χθές.
526. Ωρέ = Ρε

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Νεραϊδες στις Κολλίνες και UFO στο Σκορτσινό (Ένα διαφορετικό οδοιπορικό)

Κολλίνες
Αφήνοντας τη Βλαχοκερασιά και ακολουθώντας το δρόμο που πηγαίνει προς τις Κολλίνες, δε φαντάζεσαι στην αρχή το θέαμα που θα ακολου­θήσει: αξίζουν ειλικρινά συγχαρητή­ρια στο δασαρχείο Τρίπολης, για την περίφημη και τεράστια σε έκταση αναδάσωση που έχει κάνει σ' ολό­κληρη την περιοχή γύρω από το χω­ριό, η οποία γενικά ονομάζεται Αρκα­δικός Δρυμός Σκιρίτιδας.

Ένα πυκνό, υγρό και υγιέστατο δά­σος από μαυρόπευκα, έλατα, καστα­νιές, αλλά και διάφορες «πειραματι­κές» δασικές εκτάσεις, με είδη που δεν ανήκουν στην τοπική χλωρίδα, όπως με πληροφόρησαν οι ντόπιοι, σε συντροφεύουν στη διαδρομή προς τις Κολλίνες και συναγωνίζονται σε ομορ­φιά τα αμιγώς φυσικά δάση που υπάρ­χουν αλλού.
Όμως, οι εκπλήξεις για τον ταξι­διώτη δεν τελειώνουν εδώ φτάνοντας πολύ κοντά στο χωριό, μια εκπληκτική θέα περιμένει ξαφνικά να ξεδιπλωθεί στα ανύποπτα και χορτασμένα από το δάσος μάτια του: ολόκληρος ο όγκος του Ταύγετου στο δεξί χέρι και ολό­κληρος ο όγκος του Πάρνωνα στο αρι­στερό προσφέρουν άμεσα την αίσθη­ση του απείρου, έτσι όπως οι κορυ­φογραμμές τους εκτείνονται - ειδικά του Ταΰγετου - στα πέρατα του ορί­ζοντα.
Συνειδητοποιείς τότε ότι μπορείς ελεύθερα και απρόσκοπτα να περι­πλανηθείς μέσω του οπτικού σου πε­δίου στα δύο από τα τρία «πόδια» της Πελοποννήσου και να αντιληφθείς όσο ελάχιστες ακόμα φορές την ομορφιά και την αξία του παράδεισου που ζούμε, της Ελλάδας.
Όμως, οι Κολλίνες έχουν κι άλλες συγκινήσεις να δώσουν. Έτσι, αφού ξεπεράσαμε το «σοκ» της θέας και φτάσαμε στο χωριό, γρήγορα κατα­λάβαμε ότι πρόκειται για «πραγματι­κό» χωριό. Πολλοί άνθρωποι εκεί, οι περισσότεροι μάλλον, χρησιμοποιούν μόνο τα γαϊδουράκια για τη μετακίνη­ση τους, ενώ τα αυτοκίνητα είναι κά­τι που δεν βλέπεις εύκολα.
Αλλά και η ίδια τους η ζωή μαρτυ­ράει ότι δεν έχουν ακόμα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτισμό - αλλά αυτά είναι θέματα που δε θα μας απασχολήσουν άλλο εδώ.
Απλά τα αναφέρω, ώστε να είστε κι εσείς «στο κλίμα» και στο χρόνο του χωριού, που σίγουρα ανήκει στο πα­ρελθόν.
Φτάνοντας, λοιπόν, στην κεντρική πλατεία του χωριού, ακόμα ένα αξέ­χαστο και όχι τόσο συχνό θέαμα μας περίμενε. Στο καφενείο του χωριού, μια «στρατιά» από γέροντες βρίσκο­νταν παραταγμένοι στα τραπεζάκια του, λες και μας περίμενε για να μας δώσει πληροφορίες.
Όλα λοιπόν καλά. Έτσι δε γινόταν παρά να βρούμε ένα σωρό στοιχεία για τις παραδόσεις του χωριού. Λε­πτομέρειες νια τα ονόματα των μαρ­τύρων που μου περιέγραψαν τα πα­ρακάτω, καθώς και προσωπικά τους περιστατικά, θα μπορέσει ο αναγνώ­στης να βρει στο κεφάλαιο «Κολλίνες» του Β' τόμου του βιβλίου μου «Η Άγνωστη Πελοπόννησος»: «Αρκαδία». Εκεί, ακόμα, θα διαβάσει και κάποιες άλλες - δημοσιευμένες από άλλους συγγραφείς - πολύ σημαντικές παρα­δόσεις που αφορούν στο χωριό.
Ο πρώτος θρύλος που έμαθα αφο­ρά στο «Κουφό Βουνί», ή αλλιώς «Πλατυόρος», ένα λοφίσκο που πάνω του βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Για το «Κουφό Βουνί» λέ­νε ότι είναι κούφιο από τις πολλές τρύ­πες και άπατο, ενώ έχουν βρει μέσα και λίμνη. Για τις τρύπες εικάζουν οι ντόπιοι ότι οφείλονται στα αρχαία με­ταλλεία των Σπαρτιατών, απ' όπου έβγαζαν τον λεγόμενο «ολίγιστο» ή «λαμπινόχωμα», όπως λέγεται σήμε­ρα. Ο ολίγιστος χρησιμοποιόταν στην παραγωγή σιδήρου.
Πρέπει, όμως, να παρατηρήσω ότι τις πληροφορίες σχετικά με τον «ολί­γιστο» ή «λαμπινόχωμα» δεν κατόρ­θωσα να τις διασταυρώσω με κάποια άλλη πηγή. Έτσι τις δημοσιεύω με επι­φύλαξη για το κατά πόσο είναι ορθές. Αυτό, όμως, δεν έχει και τόση σημα­σία, μια και η παράδοση είναι αυτό που μας ενδιαφέρει.
Ακόμα για το «Κουφό Βουνί» οι κά­τοικοι έχουν να λένε ότι βγάζει στο χω­ριό Παρδάλι της Λακωνίας.
Νεράιδες έβγαιναν φυσικά σε όλα τα ρέματα γύρω από τις Κολλίνες, όμως η... αδυναμία τους ήταν η θέση «Νεραϊδόβρυση», που βρίσκεται έξω από το χωριό και πριν τα σύνορα με τη Λακωνία, όπου και γινόταν συνωστι­σμός από δαύτες!
Οι παλαιότεροι φοβούνταν να πε­ράσουν νύχτα από τη μικρή εκκλησία «Παναγίτσα», που κάποτε υπήρχε μέ­σα στο χωριό, διότι εκεί εμφανιζόταν στοιχειό με τη μορφή μοσχαριού.
Ο «Γιότσαλης» είναι ένα περίεργο στοιχειό, την ύπαρξη του οποίου πι­στεύουν όλοι στο χωριό. Το περιγρά­φουν σα σατανικό αόρατο πουλί ή σαν αερικό, το οποίο μιμείται διάφορες κραυγές και φωνές τη νύχτα με σκοπό να παρασύρει τους ανθρώπους στο γκρεμό.
Στις Κολλίνες εμφανίζεται και πλα­νητικό φως, το οποίο, όμως, περιέρ­γως οι κάτοικοι το ονομάζουν σμερδάκι. Πρόκειται για ένα φως που βγαί­νει από τον Άγιο Δημήτρη, στο νε­κροταφείο του πέρα χωριού, κατε­βαίνει στη ρεματιά και φτάνει στο προ-σκυνητάρι «Σταυρός», μια διαδρομή που θα καταλάβετε καλύτερα εξετά­ζοντας τη σχετική φωτογραφία.
Σε όλη του την πορεία, μέχρι που φτάνει στο σταυροδρόμι των Κάτω Κολλινών, το φως, που μοιάζει με φα­ναράκι, αναβοσβήνει.
Φυσικά υπήρχαν και τα «κλασικά» σμερδάκια στο χωριό, όπως αυτό που βάτευε τα βόδια και τα πρόβατα του συχωρεμένου Μ.Σ.. Τα ζώα του φυσι­κά έπειτα ψόφαγαν.
Ένας «Παράξενος Τόπος» φαίνε­ται να υπάρχει στις Κολλίνες. Η το­ποθεσία ονομάζεται «Γαύρος» και βρί­σκεται ανατολικά του χωριού.
Ο «Γαύρος» είναι μία δασωμένη κοιλάδα λίγων στρεμάτων με ρυάκια, όμως... έχει κακή φήμη. Η περιοχή έχει περίεργη ατμόσφαιρα και οι γο­νείς φοβούνταν και δεν άφηναν τα παι­διά τους να πηγαίνουν μόνα εκεί.
Λέγεται μάλιστα πως πολύ παλιά, είχαν πάει στον Γαύρο κάποιοι ελληνοαυστραλοί Κολλινιάτες για εκδρο­μή. Όμως, κάποια στιγμή ενώ ήταν εκεί σταμάτησαν τα ρολόγια τους, έχασαν την αίσθηση του χρόνου, ένιω­σαν ότι κάποιοι τους παρακολουθούν, τρομοκρατήθηκαν και τελικά προ­σπαθώντας να φύγουν έχασαν το δρό­μο τους και βρέθηκαν σε κάποια άλλη, τελείως άσχετη περιοχή, στην οποία κανείς ποτέ από το χωριό δεν κατά­λαβε πώς έφτασαν. Στο Γαύρο φυσι­κά έβγαιναν και νεράιδες που τις είχαν δει διάφοροι να χορεύουν.

Σκορτσινός
Στα ίδια πλαίσια με τις Κολλίνες κι­νείται και το κοντινό τους χωριό Σκορ­τσινός, τόσο από άποψη ποικιλίας, όσο και από άποψη ποσότητας θρύ­λων. Ένας μάλιστα από αυτούς είναι εξαιρετικός, έτσι καλό είναι να ξεκι­νήσουμε με αυτόν.
Ο θρύλος αφορά στο Χελμό, ένα μικρό κωνικό βουνό που βρίσκεται νό­τια του Σκορτσινού στις παρώρειές του μάλιστα, κατεβαίνοντας για Λα­κωνία, βρίσκουμε κάποιες πηγές του Ευρώτα.
Στον Χελμό έχουν αντιληφθεί πολ­λές φορές οι ντόπιοι να κόβουν βόλ­τες Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα, τα γνωστά μας U.F.O., και μάλιστα από πολύ παλιά, σε βαθ­μό που πλέον η τοπική κοινωνία ψιθυ­ρίζει ότι το βουνό αποτελεί... βάση εξωγήινων, από την οποία οι άγνωστοι επισκέπτες φεύγουν για το διάστημα, αλλά και ότι από εκεί έχουν επικοινω­νία με άλλους εξωγήινους!
Την καταπληκτική αυτή πληροφο­ρία μου έδωσε ο κ. Ρ.Α., ντόπιος γέ­ροντας βοσκός, ο οποίος δεν παρέ­λειψε να μου περιγράψει και δικές τους εμπειρίες με παρόμοια φαινόμε­να:
Ήταν το 1939, όταν ο μάρτυρας πρωτοείδε 2 Α.Τ.Ι.Α. που έλαμπαν, να περνούν αστραπιαία από βορειοδυτι­κά προς τα νοτιοανατολικά πάνω από το λόφο «Μανιτάρι», που βρίσκεται ανατολικά του Σκορτσινού αλλά και το 1965, ο ίδιος μάρτυρας που βρι­σκόταν στη στάνη του στην τοποθεσία «Ασημόλακκα», στη νότια πλευρά του Χελμού, είδε να πετάει από πάνω του ένα μεταλλικό και στρογγυλό αντικεί­μενο, το οποίο έκανε τον τόπο από κά­τω του να λάμπει. Λίγο αργότερα, λέ­ει ο μάρτυρας, του επιτέθηκε πολεμι­κό αεροπλάνο κι αυτό έφυγε.
Να λοιπόν ένας τόπος που σίγου­ρα έχει πολλά να προσφέρει στους ερευνητές τέτοιων φαινομένων, αλλά και σε εμάς, μια και όπως έχουμε ξα­ναπεί, μάλλον το φαινόμενο των Α.Τ.Ι.Α. υπάγεται στη σύγχρονη λαο­γραφία μας.
Πάντως, όσο σκέφτομαι τα όσα συμβαίνουν εκεί κάτω στο Σκορτσινό, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρα­σμό να κάνω κάποιους αναπόφευκτους συσχετισμούς με παρόμοιες αλλά μάλλον σημαντικότερες περι­πτώσεις, που ακούγονται συχνά-πυκνά σε όλη την περιφέρεια του γειτο­νικού - και πόσο μυστηριώδους -Ταΰγετου. Όπως, για παράδειγμα, τις ιστορίες που κυκλοφορούν σε κάποιο φαράγγι της Καρδαμύλης (Μεσση­νίας) ότι εμφανίζονται κάποιες μεγά­λες φωτεινές σφαίρες που το διασχί­ζουν με υψηλή ταχύτητα, τα «διαστη­μικά ζώα» όπως τα αποκαλούν οι ντό­πιοι, τα οποία σκοτώνουν - με έναν πο­λύ ιδιαίτερο τρόπο - ανθρώπους- ή για κάποια μονολιθικά κτίσματα κάπου κοντά στην περιοχή του καταφυγίου του Ορειβατικού Συλλόγου Σπάρτης, για τα οποία, επίσης, λέγεται ότι ήταν βάση εξωγήινων... και τόσα άλλα, που, όμως, δεν έχουν θέση σε αυτό το άρ­θρο.
Θα επιστρέψουμε λοιπόν στο Σκορτσινό, να δούμε και τις υπόλοιπες παραδόσεις του.
Πάλι στο Χελμό, πάνω στον οποίο οι ντόπιοι τοποθετούσαν το Αράκλωβο, οι ντόπιοι λένε ότι υπήρχαν υπό­γειες στοές, που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκημένοι για να διαφεύγουν από τους εχθρούς τους και τους έκαναν επίθεση από έξω. Κάτω από το κάστρο μάλιστα λέγεται ότι υπήρχε χρυσός αργαλειός και χρυσή γουρούνα με γουρουνόπουλα, ενώ εκεί ψιθυρίζεται ότι κάποιοι βρήκαν χρυσά αντικείμενα και διάφορους θησαυρούς.
Και η τοποθεσία «Ασημόλακκα» του Χελμού, που είδαμε λίγο πριν, λέ­γεται ότι πήρε το όνομα της από έναν τσοπάνη που έβρασε το χώμα εκεί και έβγαλε ασήμι, ενώ υπάρχει και παρά­δοση ότι τα μεσάνυχτα έβγαινε στην Ασημόλακκα αράπης που έβοσκε τις λίρες του.
Ακόμα, λέγεται ότι θησαυρούς εί­χαν βρει και στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, που βρίσκεται ανατολικά του χωριού, ενώ αράπης που εξαφα­νιζόταν κάθε φορά που τον πυροβο­λούσε κι έπειτα εμφανιζόταν πάλι εί­χε δει κάποιος χωρικός σε έναν γκρε­μό μεταξύ των χωριών Καλτεζές και Κολλίνες.
Οι κάτοικοι του Σκορτσινού μου μί­λησαν για διάφορους στοιχειωμένους τόπους του χωριού τους: νεράιδες έβγαιναν γενικά σε όλα τα ρέματα του χωριού, όπως στο ποτάμι «Κουτεριάνος», δίπλα στο χωριό"
  • στο «ρέμα Μουγκού», δυτικά του χωριού έβγαινε γουρούνα με 12 γου­ρουνόπουλα
  • στη θέση «Βαρδούκα», έξω από το χωριό, στα σύνορα της Αρκαδίας με τη Λακωνία, ο μακαρίτης ΓΙ. έβλεπε νεράιδες.
  • μέσα στο χωριό, στην τρύπα «Παλιοπήγαδο», έβγαινε μια γριά με ένα κουδούνι, κάτι που φόβιζε πολύ τον κ. Ν.Π., ο οποίος απέφευγε να περά­σει από κει.
Ακόμα, ανεμοξούρες είχαν δει στο λόφο «Μανιτάρι» και στη γνωστή μας «Ασημόλακκα».
Στο «Δίρρεμα», μια τοποθεσία λίγο πιο κάτω από τις πηγές του Ευρώτα, μια νεράιδα... ενοχλούσε κατά και­ρούς κάποιον παλαιό που συνήθιζε να κοιμάται με τα ζώα του εκεί. Τον συμ­βούλευσαν τότε να κόψει τη... ρώγα από το στήθος της, κάτι που έκανε και η νεράιδα εξαφανίστηκε!
Ολοκληρώνουμε με το Σκορτσινό, αλλά και με αυτό το άρθρο, αναφέ­ροντας μια σημαντική πληροφορία που βεβαιώνουν οι κάτοικοι: Παλιά , όταν προκαλούσαν οι νεράιδες τα πα­λικάρια του χωριού, (απ' ό,τι φαίνεται οι νεράιδες του Σκορτσινού ήταν προχωρημένες!) οι μανάδες τους τους έβαζαν στο ρούχο ένα φυλαχτό το οποίο αποτελούσαν:
  • η «ανανίδα», που ήταν κλωνάρι ενός φυτού
  • η «φολαρίδα», που ήταν αγκάθι μονόκλωνο και
  • «της κολοβής το αυγό», αυγό δη­λαδή της χελώνας.
Το φυλαχτό είχε αποτελέσματα απ' ό,τι φαίνεται, μια και οι νεράιδες στη θέα του το έβαζαν στα πόδια! (!!!)
Μ.Τ.

Ηλίας Ν. Δήμος – Ο πρώτος ηρωικός νεκρός των Κολλινών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο - www.kalimera-arkadia.gr

Ηλίας Ν. Δήμος – Ο πρώτος ηρωικός νεκρός των Κολλινών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ένα εξαιρετικό άρθρο για τον Ηλία Δήμο, τον πρώτο ηρωικό νεκρό από τους Ναζί στις Κολλίνες, δημοσιεύει σήμερα το www.kalimera-arkadia.gr.
Αδερφός του αείμνηστου Ηλία είναι ο Διονύσης στο Σικάγο, που είναι πολύ δραστήριο μέλος της ΠΟΑ και πρόεδρος του Συλλόγου Κολλινιατών Σικάγου. Επίσης, πρώτος ανιψιός του Ηλία και Διονύση είναι ο γνωστός Δικηγόρος στην Τρίπολη, Νίκος Δελφάκης.
Διαβάστε το άρθρο...
«Εχουν περάσει 73 χρόνια από τότε που ο Ηλίας Ν. Δήμος, ένα πολύ ωραίο παλληκάρι,    γεμάτο με γιορτινά όνειρα και γλυκές προσδοκίες, έπεσε μαχόμενος ηρωϊκά στα αιματοβαμμένα χώματα της Κρήτης εναντίον των νέο-βάρβαρων Ναζί. Γεννήθηκε και ζούσε στο πολύ όμορφο χωριό Κολλίνες της Αρκαδίας, κι απολάμβανε την αγάπη και θαλπωρή της εξαίρετης και πολυμελούς οικογένειάς του, καθώς και την αγάπη των πολλών συγγενών, φίλων και συμπατριωτών του. Και συμμετείχε με ζωντάνια  στις κοινωνικές δραστηριότητες του χωριού, στις  γιορτές και τα πανηγύρια, και χαιρόταν τις καταπληκτικές ομορφιές της φύσης. Κι όλα χαμογελούσαν γύρω του και ένιωθε ευτυχισμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον κι έκανε πολλά σχέδια για το μέλλον!
Όμως, που να φαντασθεί  το απαίσιο παιχνίδι που έπαιζε όχι η μοίρα, αλλά το ελεεινό ναζιστικό καθεστώς με τον ιμπεριαλισμό του και την απάνθρωπη θηριωδία του με τόσα  εκατομμύρια αθώα θύματα. Και στην πρώτη του άνοιξη, στα 23 του χρόνια, ο Ηλίας ένιωσε, όπως όλοι οι Ελληνες, τη φρίκη της απρόκλητης και βάρβαρης επίθεσης εναντίον της Πατρίδας του. Και όντας πολύ ευαίσθητος στο πατριωτικό καθήκον ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό στο κάλεσμα της Πατρίδας και κατατάγηκε στο στρατό στην Τρίπολη.
 
Συγκλονιστική και αλησμόνητη η απάντηση που έδινε σε όσους τον συμβούλευαν αν μπορούσε ν’ αποφύγει τη στράτευση : «Με κάλεσε η Πατρίδα, κι αφού με κάλεσε η Πατρίδα, εγώ θα πάω»! Αυτή ήταν η λεβέντικη απάντησή του!  
Κι από εκεί, χωρίς ουσιαστική εκπαίδευση, τον έστειλαν στην Κρήτη να πολεμήσει εναντίον του εισβολέα, να προστατεύσει τα ιερά και όσια της Ελλάδας! Και στις 24 Μαϊου το 1941, στην Περιβόλα Χανίων, πολεμώντας ηρωϊκά, ένα ναζιστικό, βάρβαρο βόλι του έσβησε τα όνειρα, του μάτωσε τις προσδοκίες, του αφαίρεσε τη ζωή που μόνον ο Θεός χαρίζει. Κι ακολούθησε θρήνος κι οδυρμός στο λόχο του,  στο σπίτι του και στο χωριό για τον άδικο και άκαιρο χαμό του!
Όπως, επίσης, για εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνόπουλα που θυσίασαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τη ζωή τους! Ο Ηλίας ήταν, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο πρώτος νέος από τις Κολλίνες, ίσως και από την Αρκαδία που έπεσε στις επάλξεις της Πατρίδας. Και θα ταίριαζε, τουλάχιστον, μια αναμνηστική πλάκα στο χωριό του!  
Επίσης, δεν θα ήταν πρέπον να βρεθεί ποιός ήταν ο πρώτος Αρκάς που θυσιάστηκε στον ιερό βωμό της ελευθερίας της Πατρίδας στο Β’ ΠΠ;   
«Παρατηρητής»- www.kalimera-arkadia.gr

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ο καπετάν Γιώτης Καλαμπόκας

Η ιστορία του καπετάν Γιώτη Καλαμπόκα προέρχεται από το βιβλίο του Αντ. Παπαγιαννόπουλου "Το χωριό μου" (σελ. 110-112) ως καταγραφή προφορικής παράδοσης του χωριού. Προτίμησα, ωστόσο, να την αποδώσω περισσότερο "δημοσιογραφικά" και συνοπτικά, παραλείποντας τις παρεκβάσεις που υπάρχουν στο αρχικό κείμενο και αποφεύγοντας -όσο γίνεται σε μια ιστορία που διασώθηκε προφορικά- την αφέλεια της προφορικής αφήγησης. Οι επανειλημμένες και σε τεράστιες αποστάσεις για τα δεδομένα και τους κινδύνους της εποχής μετακινήσεις των πρωταγωνιστών, μάλλον δημιουργούν αμφιβολίες για την αλήθεια της ιστορίας ως συνόλου. Είναι, πάντως, πιθανόν ο θρύλος του καπετάν Γιώτη Καλαμπόκα να έχει την αφετηρία του σε αληθινά γεγονότα που η κολλινιάτικη παράδοση τα εμπλούτισε ή και τα συνδύασε. 



Ήταν Απρίλης του 1810, ανήμερα το Πάσχα. Ο Αλίτζας, ο αγάς της Κάτω Κολλίνας, βγήκε από το κονάκι του και ξεκίνησε καβάλα στ' άλογό του να πάει, παρέα μ' ένα σύντροφό του, στον Κάμπο να δει τα χωράφια του και τα κοπάδια του. Λέγανε τάχα πως ήταν κι ο ίδιος κρυφός χριστιανός και γι' αυτό πόναγε τους χριστιανούς ραγιάδες. 

Φτάσανε στα χτήματά του και βρήκαν τους Έλληνες να γλεντάνε για το Πάσχα. Κάθισε κι ο αγάς μαζί τους. Έφαγε, ήπιε, χόρεψε. Όταν έφτασε το δείλι, φάνηκαν στον ουρανό βαριά σύννεφα. Δεν έβρεξε όμως. Mόνο ψιχάλισε και σε λίγο ξαστέρωσε και πάλι. Καβαλίκεψε ο αγάς το άλογό του και ξεκίνησαν για το Κατωχώρι. 

Το ποτάμι όμως είχε μεγάλη κατεβασιά, γιατί μακρύτερα είχε βρέξει δυνατά. Ξωπίσω τους ερχόταν, πηγαίνοντας κι αυτός στο χωριό, ένας ωραίος νέος Έλληνας, ο Γιώτης Καλαμπόκας που τους συμβούλεψε να περιμένουν να λιγοστέψει το νερό και να καλμάρει το ποτάμι, για να περάσουν. Όμως ο αγάς δεν έδωσε σημασία στα λόγια του και, καθώς ήταν ζαλισμένος απ' το κρασί, βάρεσε το άλογό του για να περάσει. Στη μέση του ποταμιού, το άλογό του διπλώθηκε σε κάποιο κλαδί κι ο αγάς έπεσε και τον πήρε το ορμητικό νερό. Χίμηξε τότε ο Γιώτης στα νερά και με κίνδυνο της ζωής του κατάφερε να πιάσει τον Αλίτζα και να τον βγάλει στην άλλη όχθη, ενώ ο συνοδός του έμεινε απέναντι, μη τολμώντας να περάσει. Ο Γιώτης ανέβασε τον αγά στο άλογό του, που είχε βγει κι αυτό απ' το νερό, και σε κακά χάλια τον μετέφερε στο χωριό. 

Την άλλη μέρα ο αγάς γύρεψε να του φέρουν τον άνθρωπο που τον έσωσε για να τον ευχαριστήσει και να τον ανταμείψει. Από κείνη την ημέρα ο Γιώτης κέρδισε την εκτίμηση του αγά κι άρχισε να μπαινοβγαίνει στο κονάκι του.

Ο αγάς είχε μια πολύ όμορφη κόρη, την Αϊσέ. Με τις συχνές επισκέψεις του Γιώτη στον αγά, δεν άργησε να φουντώσει ο έρωτας ανάμεσα στους δυο νέους κι αποφάσισαν να κλεφτούν, γιατί δε γινόταν η κόρη του αγά να γίνει χριστιανή και να παντρευτεί έναν ραγιά. Χώρια που, ακόμα κι αν ο καλόγνωμος αγάς συμφωνούσε, θα έβρισκε τον μπελά του απ' τον πασά της Τριπολιτσάς. Έτσι μια φθινοπωρινή νυχτιά, ο Γιώτης και η Αϊσέ εξαφανίστηκαν, παίρνοντας μαζί κι ένα πουγκί φλουριά του αγά. Περιπλανήθηκαν στη Ρούμελη και κατέληξαν στη Μολδοβλαχία, όπου η Αΐσέ βαφτίστηκε χριστιανή και παντρεύτηκαν. Εκεί εγκαταστάθηκαν, απέκτησαν παιδιά και προκόψανε.

Μετά όμως από κάμποσα χρόνια νοσταλγήσανε το Μοριά και παραμονές της Επανάστασης του 1821 ήρθαν στα Λαγκάδια της Γορτυνίας, όπου ο Γιώτης Καλαμπόκας εμφανίστηκε με το ψεύτικο όνομα Γιώτης Ασημακόπουλος.

Εν τω μεταξύ ο αγάς Αλίτζας είχε πληροφορηθεί ότι πρόκειται να ξεσπάσει επανάσταση των ραγιάδων. Πούλησε βιαστικά τα υπάρχοντά του κι έφυγε για την Πόλη.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση και οι Τούρκοι κλείστηκαν στις πόλεις και τα κάστρα, ο Γιώτης Καλαμπόκας πήρε την οικογένειά του κι ήρθε στις Κάτω Κολλίνες. Από εκεί πολέμησε τους Τούρκους ως αρχηγός των παλικαριών του χωριού. 

Μετά την απελευθέρωση, ο καπετάν Γιώτης, η γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους ζήσανε ευτυχισμένοι για μερικά χρόνια στο χωριό. Όμως τη Μαρία (την άλλοτε Αϊσέ) τη βασάνιζε ο καημός να δει τους γονείς της που τους είχε πικράνει με την εξαφάνισή της. 

Έτσι, ο Γιώτης ξεκίνησε μια μέρα και, με βάση τις πληροφορίες που είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια για την τύχη του αγά και της γυναίκας του, έφτασε στην Πόλη κι άρχισε να αναζητά τον αγά Αλίτζα από το Μοριά. Η παράδοση θέλει ο Γιώτης να ρώτησε τυχαία τον ίδιο τον αγά στο δρόμο αν γνωρίζει τον πεθερό του κι εκείνος να τον αναγνώρισε, να τον αγκάλιασε και να τον υποδέχτηκε στο σπίτι του. 

Μετά απ' αυτά, ο καπετάν Γιώτης Καλαμπόκας γύρισε στο Κατωχώρι, πούλησε το βιος του, πήρε την οικογένειά του και φύγανε για την Πόλη. Από τότε κανείς στις Κολλίνες δεν ξανάκουσε τίποτα γι' αυτούς...

Πρόταση για να τιμηθεί ο Ιάσονας Καλαμπόκας

Με επιστολή του προς το Δήμο Τρίπολης, την Κοινότητα Κολλινών,τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κολλινών και την Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδας ο Παναγιώτης Βέμμος προτείνει να τιμηθεί ο Ιάσονας Καλαμπόκας.
Στην επιστολή αναφέρει:
Στις 6 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 70 χρόνια από την εκτέλεση του Ιάσονα Καλαμπόκα στη Χίο. Ενδεικτικά της πατριωτικής του δράσης σας επισυνάπτω αναφορές από το διαδίκτυο και το βιβλίο της Κούλας Ξηραδάκη «Κατοχικά»*. Τα σχόλια περιττεύουν.
Η Χίος έχει τιμήσει δεόντως τον Αρκάδα ήρωα με ανδριάντα, ονομασία δρόμου και αίθουσας στη βιβλιοθήκη «Κοραής» και με εκδηλώσεις.
Στο χωριό καταγωγής τους, τις Κολλίνες, αλλά και στην Αρκαδία, απ' όσο γνωρίζω, δεν έχει πραγματοποιηθεί κάποια τιμητική εκδήλωση μνήμης.
Με την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τον μαρτυρικό θάνατο του και ιδιαίτερα στις δύσκολες μέρες που περνά η πατρίδα μας, το πατριωτικό αυτό σύμβολο οφείλουμε να το τιμήσουμε.
Με εκτίμηση
Παν. Βέμμος
* Πληκτρολογείστε το όνομα Ιάσων Καλαμπόκας στο διαδίκτυο και θα βρείτε πληροφορίες για την πατριωτική δράση και εκτέλεσή του από τους Γερμανούς.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Πελασγός

Γενάρχης των Πελασγών αναφέρεται ο Πελασγός. Με τ' όνομά του συνδέθηκαν πολυάριθμοι θρύλοι και παραδόσεις.
Σύμφωνα με μια απ' αυτές, ο Πελασγός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αναδύθηκε απ' τη γη κι έγινε έτσι γενάρχης των ανθρώπων. Στην Αρκαδία, όπου υπήρχε αυτή η παράδοση, πίστευαν ότι γιος του Πελασγού απ' τη νύμφη Κυλλήνη ή την Ωκεανίδα Μελιβοία, ήταν ο Λυκάονας, ο μυθικός βασιλιάς της Αρκαδίας. Αυτή ονομάστηκε στην αρχή Πελασγία, απ' το όνομα του γενάρχη της.
Ο Πελασγός αναφερόταν και ως ιδρυτής του Άργους της Πελοποννήσου, γιος του Αγήνορα και πατέρας της Λάρισας.
Ακόμα έλεγαν πως ήταν γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Λάρισας, αδελφός του Αχαιού και του Φθίου.
Άλλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ήταν ο μυθικός γενάρχης των Πελασγών της Θεσσαλίας ή ότι ήταν γιος του Αιρέστορα κι εγγονός του Έκβασου, οικιστή της Παρρασίας, στην Αρκαδία.[1]
Χάρτης Πελασγών και Πελασγού.
Σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν ο γενάρχης των βασιλέων της Αρκαδίας. Ήταν αυτός που δίδαξε στους Πελασγούς να φτιάχνουν καλύβες και να επεξεργάζονται τα δέρματα των ζώων για να τα φοράνε σαν ρούχα. Όπως μάλιστα αναφέρει βασίλεψε σε λαό που ζούσε σε καλύβες.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jump up Pausanias Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 1, section 4, line 1 [4] φασὶ δὲ Ἀρκάδες ὡς Πελασγὸς γένοιτο ἐν τῇ γῇ ταύτῃ πρῶτος. εἰκὸς δὲ ἔχει τοῦ λόγου καὶ ἄλλους ὁμοῦ τῷ Πελασγῷ μηδὲ αὐτὸν Πελασγὸν γενέσθαι μόνον: ποίων γὰρ ἂν καὶ ἦρχεν ὁ Πελασγὸς ἀνθρώπων; μεγέθει μέντοι καὶ κατὰ ἀλκὴν καὶ κάλλος προεἶχεν ὁ Πελασγὸς καὶ γνώμην ὑπὲρ τοὺς ἄλλους ἦν, καὶ τούτων ἕνεκα αἱρεθῆναί μοι δοκεῖ βασιλεύειν ὑπ' αὐτῶν. πεποίηται δὲ καὶ Ἀσίῳ τοιάδε ἐς αὐτόν: Ἀντίθεον δὲ Πελασγὸν ἐν ὑψικόμοισιν ὄρεσσι γαῖα μέλαιν' ἀνέδωκεν, ἵνα θνητῶν γένος εἴη. (Άσιος άγνωστη θέση) [5] Πελασγὸς δὲ βασιλεύσας τοῦτο μὲν ποιήσασθαι καλύβας ἐπενόησεν, ὡς μὴ ῥιγοῦν τε καὶ ὕεσθαι τοὺς ἀνθρώπους μηδὲ ὑπὸ τοῦ καύματος ταλαιπωρεῖν: τοῦτο δὲ τοὺς χιτῶνας τοὺς ἐκ τῶν δερμάτων τῶν οἰῶν, οἷς καὶ νῦν περί τε Εὔβοιαν ἔτι χρῶνται καὶ ἐν τῇ Φωκίδι ὁπόσοι βίου σπανίζουσιν, οὗτός ἐστιν ὁ ἐξευρών. καὶ δὴ καὶ τῶν φύλλων τὰ ἔτι χλωρὰ καὶ πόας τε καὶ ῥίζας οὐδὲ ἐδωδίμους, ἀλλὰ καὶ ὀλεθρίους ἐνίας σιτουμένους τοὺς ἀνθρώπους τούτων μὲν ἔπαυσεν ὁ Πελασγός: [6] ὁ δὲ τὸν καρπὸν τῶν δρυῶν οὔτι που πασῶν, ἀλλὰ τὰς βαλάνους τῆς φηγοῦ τροφὴν ἐξεῦρεν εἶναι. παρέμεινέ τε ἐνίοις ἐς τοσοῦτο ἀπὸ Πελασγοῦ τούτου ἡ δίαιτα, ὡς καὶ τὴν Πυθίαν, ἡνίκα Λακεδαιμονίοις γῆς τῆς Ἀρκάδων ἀπηγόρευεν ἅπτεσθαι, καὶ τάδε εἰπεῖν τὰ ἔπη: πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν, οἵ σ' ἀποκωλύσουσιν: ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω. Πελασγοῦ δὲ βασιλεύοντος γενέσθαι καὶ τῇ χώρᾳ Πελασγίαν φασὶν ὄνομα.Παυσανία Αρκαδικά